17 Φεβ 2015


Οι πέντε αστοχίες της διαπραγμάτευσης

Η διπλωματία, οι διεργασίες, οι στρατηγικές και οι υποτιθέμενες συμμαχίες. Ποιες είναι οι πέντε αστοχίες της διαπραγμάτευσης.

του Γιώργου Λακόπουλου

Στη διαπραγμάτευση των Βρυξελλών υπάρχουν κάποια δεδομένα τα οποία η κυβέρνηση έδειξε εξαρχής ότι πήρε αψήφιστα, αν δεν αγνόησε πλήρως. Αυτό εξηγεί γιατί θεωρεί τη διαπραγματευτική αναδίπλωση στην οποία την οδηγεί η κοινή -και η κοινοτική- λογική και θα επιδοκιμάσει η διεθνής πλειοψηφία, ως «κωλοτούμπα» που δεν θέλει να κάνει, για να μην την αποδοκιμάσει μια εσωτερική μειοψηφία.

Πρώτο. Στις διεργασίες των ημερών αυτοί που εναντιώνονται πρωτίστως στις ελληνικές επιδιώξεις
δεν είναι οι Γερμανοί, όπως καλλιεργεί μια συγκεκριμένη προπαγάνδα. Είναι τα –πρώην, πλέον- «γουρουνάκια». Ήτοι οι χώρες στις οποίες υποτίθεται ότι η Ελλάδα θα έβρισκε συμμαχίες: η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Αρχικά ήταν το παράδειγμά τους που μας εξέθετε: αντιμετώπισαν την κρίση που τις έπληξε σε συνεργασία με την κοινοτική Ευρώπη και την ξεπέρασαν στον προγραμματισμένο χρόνο, ενώ η Ελλάδα λιμνάζει. Τώρα είναι οι κυβερνήσεις τους που καταλογίζουν στην Ελλάδα απροσάρμοστη συμπεριφορά και υπενθυμίζουν ότι την έχουν δανείσει και θέλουν τα λεφτά ους πίσω. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παραβλέπει αυτό το μέτωπο.Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εκπροσωπεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά τη χώρα – στην οποία έχει εμπεδωθεί ως αδιανόητη η οριστική ρήξη με τους εταίρους, για οποιονδήποτε λόγο και οι πολίτες θα στηρίξουν την αποτροπή της. Συνεπώς, θα συνιστά αυτοχειριασμό χωρίς αιτία αν δεν αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του με βάση αυτά τα δεδομένα, ώστε να σώσει μια παρτίδα που ξεκίνησε με στόχο να εξασφαλίσει τα περισσότερα δυνατά κέρδη και κινδυνεύει να καταλήξει σε διεκδίκηση για τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Όπως συμβαίνει σε κάθε διαπραγμάτευση οι συσχετισμοί ορίζουν το αποτέλεσμα

Δεύτερο. Στην Ευρώπη δυο πράγματα βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη - και αυτά είναι η ευλογία της: η διπλωματία και η διαπραγμάτευση. Δεν είναι σοφό να τα μπερδεύει κάποιος. Αλλά η κυβέρνηση εξέλαβε ως υποστήριξη -που δεν θα μπορούσε να έχει- το «τσάι και συμπάθεια» που της προσέφεραν διπλωματικά. Π.χ. ο Πρωθυπουργός επισκεπτόμενος προ ημερών τη Βιέννη δήλωσε ότι «βρήκε έναν ανεπάντεχο σύμμαχο» στο πρόσωπο του Αυστριακού καγκελαρίου... Όμως στο Γιούρογκρουπ ο Αυστριακός υπουργός Οικονομικών είναι ο πιο θερμός υποστηρικτής παράτασης του Μνημονίου. Ομοίως βρήκε κατανόηση από τον Βέλγο Πρωθυπουργό, αλλά οι Βέλγοι προβάλουν διαρκώς ότι έχουν δανείσει την Ελλάδα με δέκα δισ. Ο πρόεδρος Ολάντ είχε περίσσευμα χαμόγελων για τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά είπε αυτό που δεν λένε ούτε οι Γερμανοί: αν βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη δεν θα στάξει η ουρά του γαϊδάρου της. Συνεπώς, στις διακρατικές επαφές μέσα στην Ένωση μετράει η ουσία, όχι οι φιλοφρονήσεις...

Τρίτο. Όπως συμβαίνει σε κάθε διαπραγμάτευση οι συσχετισμοί ορίζουν το αποτέλεσμα. Από αυτή την εποχή δίπλα στην Ελλάδα δεν υπάρχει άλλος εκτός από την Κύπρο. Το σκορ παραείναι βαρύ. Η κυβέρνηση το κάνει βαρύτερο όταν προτάσσει τη «λαϊκή» εντολή», που έχει μεγάλη εσωτερική πολιτική αξία -αν και αυτές οι αξίες μεταβάλλονται εύκολα- αλλά καμία διαπραγματευτική ουσία σε ένα τραπέζι όπου μετρούν μόνο τα επιχειρήματα και οι προτάσεις με χρονοδιαγράμματα. Για κάποιον περίεργο λόγο θεωρεί ότι με την εκλογή της η Ελλάδα είναι άλλη χώρα. Δεν υπάρχει πιο αφελής παραβίαση των κανόνων. Στο κοινοτικό τραπέζι δεν υπάρχουν κυβερνήσεις, υπάρχουν χώρες. Η εντολή που κουβαλάει ο κάθε υπουργός -ή επικεφαλής κυβέρνησης- είναι δικό του θέμα. Η «λαϊκή εντολή» της ελληνικής κυβέρνησης θα είχε αξία αν η πλειοψηφία κουβαλούσε την ίδια εντολή – γιατί, απλούστατα, οι συσχετισμοί θα ήταν διαφορετικοί. Με τους σημερινούς η Ελλάδα δεν είναι μόνο χαμένη, δείχνει και άσχετη. Άρα η κυβέρνησή της δεν μπορεί να μετατρέπει σε «όλα ή τίποτε» μια διεκδίκηση που δεν υποστηρίζει κανένας.
Η προεκλογική καμπάνια που θεωρεί την υποκίνηση συγκεντρώσεων στήριξης της κυβέρνησης διαπραγματευτικό χαρτί, δείχνει διαφορά φάσης

Τέταρτο. Ο συνδυασμός της κυβερνητικής παρουσίας στις Βρυξέλλες με τις κυβερνητικές αποφάσεις στην Αθήνα δείχνει ότι η κυβέρνηση μπερδεύει το Μνημόνιο με τις κοινοτικές υποχρεώσεις της χώρας. Κάποιοι υπουργοί, πάνω στον αντιμνημονιακό οίστρο τους, θεωρούν ότι δικαιούνται να καταργήσουν και την κοινοτική νομοθεσία. Βρήκαν παπά και θάβουν ό,τι περνάει μπροστά τους. Π.χ. οι εξαγγελίες που επαναφέρουν τη λειτουργία των φαρμακείων στο προηγούμενο καθεστώς, ή γενικότερα το θέμα του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων. Υπάρχουν κοινοτικές υποχρεώσεις της χώρας και μετά την τρόικα και οφείλει να τις υλοποιήσει. Όπως οφείλει να υποβάλει προς έγκριση τον κρατικό προϋπολογισμό στην Κομισιόν. Δεν είναι καλή ιδέα να θεωρηθεί «ανάσα αξιοπρέπειας» η άρνηση προσαρμογής στο κοινοτικό δίκαιο γιατί επηρεάζει αρνητικά τη θέση της χώρας στη διαπραγμάτευση για το Μνημόνιο.

Πέμπτο. Κάποιος να εξηγήσει ότι οι εκλογές τελείωσαν. Η προεκλογική καμπάνια που θεωρεί την υποκίνηση συγκεντρώσεων στήριξης της κυβέρνησης διαπραγματευτικό χαρτί, δείχνει διαφορά φάσης. Το θέμα δεν είναι αν θα «πέσει ηρωικώς μαχόμενη» η κυβέρνηση, αλλά αν θα εξασφαλίσει για τη χώρα καλύτερους όρους δανεισμού στην πορεία εξόδου από την κρίση - που είναι ακόμη εδώ και όσοι πιστεύουν ότι θα την αφήσουμε πίσω χωρίς λιτότητα και περιορισμούς αεροβατεί ή κοροϊδεύει.

Αλλά για να τους εξασφαλίσει, πρέπει να αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινή μοίρα των λαών της, όχι σαν... μια άλλη χώρα με την οποία η Ελλάδα διαπραγματεύεται ως αντίπαλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: