Πώς διαπλάθεται ο ανεύθυνος πολίτης
Επειδή, όταν η προσωπικότητα του πολίτη διαπλάθεται όχι από την εκπαίδευση και τους πολιτικούς
θεσμούς, αλλά από τα εμπορικά συμφέροντα των καναλιών, η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα που το προτάσσω για να είμαι εξ αρχής εξηγημένος.
Αρχίζω από τον τίτλο: «Στον Ενικό». Γιατί στον ενικό και όχι στον πληθυντικό της ευγενείας; Προφανώς επειδή ο σχεδιαστής και διευθύνων την εκπομπή δεν θέλει τον ευγενή διάλογο, αλλά πιέζει προς μια εξισωτική αντιπαράθεση μεταξύ επαϊόντων και μη, υπεύθυνων και ανεύθυνων, λαού και εξουσίας, πολιτών και πολιτικών. Ο χυδαίος εξισωτισμός είναι πάντα το πρώτο βήμα του λαϊκισμού και της οχλοκρατίας. Για τους λόγους που εκείνος ξέρει πολύ καλά και εμείς υποπτευόμαστε, ο υπεύθυνος της εκπομπής δεν θέλει να τηρήσει κανόνες ευγενείας στην αντιπαράθεση των παραγόντων της εκπομπής. Θέλει τον καυγά του τύπου « και ποιος είσαι εσύ ρε». Τι υποπτευόμαστε; Απλούστατα, ότι διάλογος μεταξύ δίπολων που αντικατοπτρίζουν την πραγματική διαπραγμάτευση που γίνεται διηνεκώς στην κοινωνία για να μπορεί να διοικηθεί και να εξελιχθεί, δηλαδή μεταξύ εξουσίας και πολιτών, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να γίνεται με όρους ευγενείας και αλληλοσεβασμού της προσωπικότητας των διαλεγομένων. Ούτε με κατανόηση των εκατέρωθεν ρόλων. Ούτε με νηφαλιότητα και διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται με όρους «οργής» και χωρίς κανόνες, ώστε ο διάλογος να μετατρέπεται σε άναρχο καυγά. Πρέπει να αναδείχνει το βαθύ υπόστρωμα του υποσυνείδητου και όχι την δυνατότητα της σκέψης. Ο καυγάς, και γενικά η ένταση πουλάει και ανεβάζει την ακροαματικότητα. Αυτό είναι διαπιστωμένο από εκατοντάδες έρευνες πεδίου στην επιστήμη της επικοινωνίας. Δεν έχει σημασία που δεν λύνει προβλήματα. Η εμπορική τηλεόραση δεν πουλάει λύσεις προβλημάτων. Πουλάει παραφουσκωμένα προβλήματα που ανεβάζουν την αδρεναλίνη και μαγνητίζουν τον θεατή. Αυτό που μετράει είναι εμπορική ακροαματικότητα. Άσχετα αν αυτή η πρακτική διαμορφώνει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς στην κοινωνία. Διαμορφώνει πολίτες ανεύθυνους αφού όλα τα εκφράζουν όχι με την υπεύθυνη αυτοδέσμευση της ορθολογικής σκέψης, αλλά με την ανευθυνότητα του συναισθηματικά διεγερμένου υποκειμένου που επιζητεί απλώς εκτόνωση της αδρεναλίνης του. Το ίδιο δεν κάνουν οι νονοί του ποδοσφαίρου με τους οπαδούς των ομάδων; Και εκείνοι έχουν τους λόγους τους. Που προφανώς δεν είναι τόσο αφιλοκερδείς. Εν τέλει, δεν μπορώ να φανταστώ άλλο λόγο για το γιατί μια εκπομπή πρέπει να βάζει το ακροατήριο να στέκεται εξ αρχής αγενώς απέναντι τους καλεσμένους «υπεύθυνους». Τα πράγματα προφανώς δεν είναι αθώα. Πάμε παρακάτω.
Πάμε τώρα στο σκηνοθετικό στήσιμο των συνδιαλεγόμενων. Τέσσαρες είναι οι πόλοι του διαλόγου όπως έχει στηθεί: Είναι ο «παρουσιαστής» (υπεύθυνος δημοσιογράφος της εκπομπής), το «ακροατήριο» (καλεσμένοι πολίτες διαφόρων (;) κατηγοριών), ο ή οι εκπρόσωποι κάποιας μορφής εξουσίας (υπουργοί, βουλευτές, εκπρόσωποι κομμάτων, συνδικαλιστές κ.ο.κ.) και κατά κανόνα ένας εξατομικευμένος στόχος που, συνήθως, είναι κάποιος υπουργός . Το σενάριο είναι πάγιο: Ο τέταρτος πόλος πρέπει να είναι οπωσδήποτε «απολογούμενος», ο πρώτος πόλος είναι «διευχεραντής» (υποτίθεται) αλλά στην πραγματικότητα είναι καθοδηγητής προς την ένταση, ο δεύτερος είναι «η φωνή του Λαού» και ο τρίτος είναι «ενδιάμεσος στόχος» που άλλοτε εκφράζει τον συντεχνιακό λόγο και άλλοτε βάλλεται συμπληρωματικά προς τον κύριο στόχο (τέταρτο πόλο). Υπάρχουν και παραλλαγές του σεναρίου αυτού, όπου στο πάνελ των «απολογουμένων» συγκατοικούν «απολογούμενοι» και «εκπρόσωποι του Λαού». Σε αυτή την παραλλαγή, ο καυγάς διεξάγεται σε δύο επίπεδα και το ενδιαφέρον κορυφώνεται: Ο Λαός επιτίθεται στους «υπεύθυνους», που ο ίδιος εξέλεξε, αλλά οι «υπεύθυνοι» δέχονται και τα εκ των ένδον πυρά των «συνδικαλιστών» που τώρα παίζουν τον ρόλο του ανεύθυνου εκπροσώπου του Λαού και κρύβουν επιμελώς τον ρόλο τους ως κατεξοχήν ισχυρών φορέων κρυφής εξουσίας. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως ο τελικός σκοπός είναι ο ίδιος: Να αναδειχτεί η πλήρης ανεπάρκεια(;) των φορέων της πολιτικής εξουσίας και ταυτόχρονα να αναδειχθεί η καταγγελτική, αποκλειστικά, φωνή του Λαού. Στο σενάριο αυτό ο Λαός φωνάζει, αλλά ποτέ δεν σκέφτεται. Γιατί η μόδα που πουλάει είναι η καταρράκωση του «πολιτικού συστήματος» και των εν γένει «πολιτικών», Προσοχή, όμως, ο Λαός μόνο ως καταγγελτικό υποκείμενο διατηρείται. Ποτέ δεν είναι υποχρεωμένος να δώσει τις δικές του προτάσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων που τον απασχολούν. Ο Λαός πρέπει να περιορίζεται στον ρόλο του όχλου και ποτέ να αναδείχνεται ως σκεπτόμενο υποκείμενο. Είναι μάζα στην οποία μπορούμε να πουλάμε με φτηνό κόστος την επικοινωνιακή πραμάτεια μας. Με κάθε θυσία πρέπει να εμποδιστεί να ωριμάσει ως κριτικός καταναλωτής πληροφορίας και στοχασμού.
Πάμε τώρα στην δυναμική του διαλόγου που προκύπτει από τις συνεχείς και κατευθυντικές παρεμβάσεις του «παρουσιαστή». Εκεί υπάρχει καταφανής στρατηγική. Ο «διευχεραντής» ανοίγει το παιχνίδι, φυσικά, με κάποιο θέμα της επικαιρότητας. Φροντίζει στη συνέχεια, με το μοίρασμα του λόγου και με κατάλληλες παρεμβάσεις, να ανεβάσει τον τόνο της συζήτησης μέχρι το επίπεδο του καυγά. Διακόπτει τους ομιλητές συστηματικά πριν ολοκληρώσουν μια σκέψη ή θέση τους, ώστε να κόψει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής αντιπαράθεσης. Πιέζει τους διαλεγομένους μέχρι να αρχίσουν να καυγαδίζουν όλοι μαζί και προσχηματικά διαμαρτύρεται ότι τάχα τον εμποδίζουν να διευθύνει την συζήτηση. Μια συζήτηση, που ό ίδιος με περισσή τεχνική αποτελεσματικότητα έχει εκτρέψει σε καυγά ποδοσφαιρικού γηπέδου. Έχει εμποδίσει την λειτουργία του ορθολογικού διαλόγου και έχει προετοιμάσει την επέλαση του Λαού. Εκεί θα γίνει η αποκορύφωση. Η ψυχολογία της αρένας όπου κατασπαράσσονται άνθρωποι έχει αποδειχτεί από την Ρωμαϊκή εποχή ότι είναι το αποτελεσματικότερο «όπιο του λαού».
Όταν το κλίμα έχει πια διαμορφωθεί, ο παρουσιαστής δίνει το μικρόφωνο στους καλεσμένους που υποτίθεται ότι αποτελούν το αντιπροσωπευτικό κοινό του Λαού. Τότε αρχίζει η φάση του ψυχοδράματος. Αρχίζει ένας παραληρηματικός λόγος, όπου το κοινό διεκτραγωδεί τα πάθη του και επιτίθεται με τα εμπεδωμένα στην φτηνή δημοσιότητα κλισέ στους εκπροσώπους της εξουσίας: «Εσείς που κάθεστε στις καρέκλες», «εσείς που τρώτε τις μίζες», «εσείς που μας φέρατε έως εδώ» κ.ο.κ. Μόλις, παραταύτα, υπάρξει η παραμικρή σπίθα που θα μπορούσε να εκτρέψει το παραλήρημα σε λογικό διάλογο και εποικοδομητικό διάλογο, παρεμβαίνει αποφασιστικά ο «παρουσιαστής» και θέτει τα πράγματα στη θέση τους: Το κοινό απαγορεύεται να διατυπώσει δική του πρόταση επί των διαμειβομένων. Πρέπει απλώς να διαμαρτύρεται, να κατηγορεί και να βρίζει. Παρακολούθησαν δυστυχή «στόχο», υπουργό της κυβέρνησης, να εξηγεί με ψυχραιμία και υπομονή τον χειρισμό του επί θέματος που είχε θέσει μέλος του «κοινού» με παραληρηματικό τρόπο. Αφού τελείωσε την περιγραφή των χειρισμό του, ερωτά τον αντιπαρατιθέμενο «μήπως εκείνος μπορεί να εξηγήσει τι θα έπρεπε να γίνει» αφού διαμαρτύρεται; Αστραπιαία ο «παρουσιαστής» επεμβαίνει με στεντόρεια και οργίλη φωνή και διακόπτει τον επερχόμενο διάλογο, λέγοντας: «Κύριε υπουργέ, εσείς πρέπει να κάνετε αυτό που πρέπει. Ο λαός δεν είναι εκείνος που θα σας πει τι πρέπει να γίνει»!
Παίρνει βίαια το κινητό μικρόφωνο από τον ταλαίπωρο «εκπρόσωπο» του λαού για να βεβαιωθεί ότι δεν θα τολμήσει να μπει σε ορθολογική συζήτηση και το δίνει σε άλλον παραληρούντα. Το παραλήρημα είναι το μήνυμα.
Ο συμβολισμός είναι τρομακτικός. Ο λαός απαγορεύεται να σκεφτεί πάνω στα ζητήματά του, να καταλάβει τους πραγματικούς και λογικούς περιορισμούς των επιθυμιών και απαιτήσεών του, να κρίνει ουσιαστικά τις ασκούμενες πολιτικές. Γιατί πώς να κρίνει κανείς μια πολιτική αν μέσα στο μυαλό του δεν έχει διαμορφώσει τις εναλλακτικές λύσεις με τις οποίες θα συγκρίνει εκείνες που κρίνει; Μέσα σε ένα τέτοιο σενάριο, ο Λαός πρέπει να είναι ο παράλογος παίχτης ενός δράματος που θα οδηγεί συνέχεια την κατάσταση σε όξυνση και παραλογισμό ώστε να κορυφώνει την ένταση και να ολοκληρώνει το δράμα που πουλάει εισιτήρια στα εμπορικά Μέσα. Την σκηνή αυτή την παρακολούθησα να επαναλαμβάνεται τέσσερις συνολικά φορές στην ίδια εκπομπή και πείστηκα ότι δεν είναι τυχαία. Είναι προϊόν προσχεδιασμού.
Ομολογώ ότι στη συγκεκριμένη εκπομπή που μαγνητοφώνησα βρήκα το πρότυπο μέσα από το οποίο ερμηνεύω πλέον τον καταστροφικό ρόλο της εμπορευματοποίησης του πολιτικού λόγου. Και σκέφτηκα, τώρα, για εμάς: Ανήκουμε τάχα στην Αριστερά, όταν όχι μόνο στεκόμαστε βουβοί μπροστά σε αυτή τη στρέβλωση της κοινής γνώμης, αλλά διαγκωνιζόμαστε πολλές φορές στο πόσο πυκνά θα μετάσχουμε σε τέτοιες φθοροποιές παραστάσεις; Ως διανοούμενοι, τουλάχιστο, δεν μπορούμε άραγε να σκαρφιστούμε τρόπους αντίστασης σε αυτόν τον ευτελισμό του Δήμου και της Δημοκρατίας;
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Η ανατομία μιας εκπομπής
Μαγνητοφώνησα και στη συνέχεια ανέλυσα λεπτό προς λεπτό μια τυπική εκπομπή που από τον τίτλο της ακόμη μυρίζει τον γνωστό λαϊκισμό των εμπορικών καναλιών, που θέλουν να διαπλάθουν ακροατήριο προς το συμφέρον τους. Μαγνητισμένο, δηλαδή, στην τηλεθέαση χωρίς κριτική ικανότητα. Αυτό μόνο τους ενδιαφέρει επειδή με την τηλεθέαση αποκτούν οικονομική ισχύ και πολιτική επιρροή που υπηρετεί τα φανερά και αφανή επιχειρηματικά συμφέροντά τους. Η ανάλυση φώτισε πλήρως το τοπίο κι εγώ επιβεβαίωσα ακόμη και τις πιο παράτολμες υποθέσεις εργασίας. Λυπήθηκα που δεν έχω την ευκαιρία να την έκανα μάθημα στους φοιτητές μου. Αισθάνομαι, ως εκ τούτου, την ανάγκη να μοιραστώ την εμπειρία και τις σκέψεις με συμπολίτες που φαίνεται ότι αγωνιούμε μαζί για το τι μέλει γενέσθαι στην Δημοκρατία μας. Η ανάλυση παρουσιάζεται συνοπτικά, όπως ταιριάζει στον χώρο αυτό.
Επειδή, όταν η προσωπικότητα του πολίτη διαπλάθεται όχι από την εκπαίδευση και τους πολιτικούς
θεσμούς, αλλά από τα εμπορικά συμφέροντα των καναλιών, η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα που το προτάσσω για να είμαι εξ αρχής εξηγημένος.
Αρχίζω από τον τίτλο: «Στον Ενικό». Γιατί στον ενικό και όχι στον πληθυντικό της ευγενείας; Προφανώς επειδή ο σχεδιαστής και διευθύνων την εκπομπή δεν θέλει τον ευγενή διάλογο, αλλά πιέζει προς μια εξισωτική αντιπαράθεση μεταξύ επαϊόντων και μη, υπεύθυνων και ανεύθυνων, λαού και εξουσίας, πολιτών και πολιτικών. Ο χυδαίος εξισωτισμός είναι πάντα το πρώτο βήμα του λαϊκισμού και της οχλοκρατίας. Για τους λόγους που εκείνος ξέρει πολύ καλά και εμείς υποπτευόμαστε, ο υπεύθυνος της εκπομπής δεν θέλει να τηρήσει κανόνες ευγενείας στην αντιπαράθεση των παραγόντων της εκπομπής. Θέλει τον καυγά του τύπου « και ποιος είσαι εσύ ρε». Τι υποπτευόμαστε; Απλούστατα, ότι διάλογος μεταξύ δίπολων που αντικατοπτρίζουν την πραγματική διαπραγμάτευση που γίνεται διηνεκώς στην κοινωνία για να μπορεί να διοικηθεί και να εξελιχθεί, δηλαδή μεταξύ εξουσίας και πολιτών, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να γίνεται με όρους ευγενείας και αλληλοσεβασμού της προσωπικότητας των διαλεγομένων. Ούτε με κατανόηση των εκατέρωθεν ρόλων. Ούτε με νηφαλιότητα και διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται με όρους «οργής» και χωρίς κανόνες, ώστε ο διάλογος να μετατρέπεται σε άναρχο καυγά. Πρέπει να αναδείχνει το βαθύ υπόστρωμα του υποσυνείδητου και όχι την δυνατότητα της σκέψης. Ο καυγάς, και γενικά η ένταση πουλάει και ανεβάζει την ακροαματικότητα. Αυτό είναι διαπιστωμένο από εκατοντάδες έρευνες πεδίου στην επιστήμη της επικοινωνίας. Δεν έχει σημασία που δεν λύνει προβλήματα. Η εμπορική τηλεόραση δεν πουλάει λύσεις προβλημάτων. Πουλάει παραφουσκωμένα προβλήματα που ανεβάζουν την αδρεναλίνη και μαγνητίζουν τον θεατή. Αυτό που μετράει είναι εμπορική ακροαματικότητα. Άσχετα αν αυτή η πρακτική διαμορφώνει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς στην κοινωνία. Διαμορφώνει πολίτες ανεύθυνους αφού όλα τα εκφράζουν όχι με την υπεύθυνη αυτοδέσμευση της ορθολογικής σκέψης, αλλά με την ανευθυνότητα του συναισθηματικά διεγερμένου υποκειμένου που επιζητεί απλώς εκτόνωση της αδρεναλίνης του. Το ίδιο δεν κάνουν οι νονοί του ποδοσφαίρου με τους οπαδούς των ομάδων; Και εκείνοι έχουν τους λόγους τους. Που προφανώς δεν είναι τόσο αφιλοκερδείς. Εν τέλει, δεν μπορώ να φανταστώ άλλο λόγο για το γιατί μια εκπομπή πρέπει να βάζει το ακροατήριο να στέκεται εξ αρχής αγενώς απέναντι τους καλεσμένους «υπεύθυνους». Τα πράγματα προφανώς δεν είναι αθώα. Πάμε παρακάτω.
Πάμε τώρα στο σκηνοθετικό στήσιμο των συνδιαλεγόμενων. Τέσσαρες είναι οι πόλοι του διαλόγου όπως έχει στηθεί: Είναι ο «παρουσιαστής» (υπεύθυνος δημοσιογράφος της εκπομπής), το «ακροατήριο» (καλεσμένοι πολίτες διαφόρων (;) κατηγοριών), ο ή οι εκπρόσωποι κάποιας μορφής εξουσίας (υπουργοί, βουλευτές, εκπρόσωποι κομμάτων, συνδικαλιστές κ.ο.κ.) και κατά κανόνα ένας εξατομικευμένος στόχος που, συνήθως, είναι κάποιος υπουργός . Το σενάριο είναι πάγιο: Ο τέταρτος πόλος πρέπει να είναι οπωσδήποτε «απολογούμενος», ο πρώτος πόλος είναι «διευχεραντής» (υποτίθεται) αλλά στην πραγματικότητα είναι καθοδηγητής προς την ένταση, ο δεύτερος είναι «η φωνή του Λαού» και ο τρίτος είναι «ενδιάμεσος στόχος» που άλλοτε εκφράζει τον συντεχνιακό λόγο και άλλοτε βάλλεται συμπληρωματικά προς τον κύριο στόχο (τέταρτο πόλο). Υπάρχουν και παραλλαγές του σεναρίου αυτού, όπου στο πάνελ των «απολογουμένων» συγκατοικούν «απολογούμενοι» και «εκπρόσωποι του Λαού». Σε αυτή την παραλλαγή, ο καυγάς διεξάγεται σε δύο επίπεδα και το ενδιαφέρον κορυφώνεται: Ο Λαός επιτίθεται στους «υπεύθυνους», που ο ίδιος εξέλεξε, αλλά οι «υπεύθυνοι» δέχονται και τα εκ των ένδον πυρά των «συνδικαλιστών» που τώρα παίζουν τον ρόλο του ανεύθυνου εκπροσώπου του Λαού και κρύβουν επιμελώς τον ρόλο τους ως κατεξοχήν ισχυρών φορέων κρυφής εξουσίας. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως ο τελικός σκοπός είναι ο ίδιος: Να αναδειχτεί η πλήρης ανεπάρκεια(;) των φορέων της πολιτικής εξουσίας και ταυτόχρονα να αναδειχθεί η καταγγελτική, αποκλειστικά, φωνή του Λαού. Στο σενάριο αυτό ο Λαός φωνάζει, αλλά ποτέ δεν σκέφτεται. Γιατί η μόδα που πουλάει είναι η καταρράκωση του «πολιτικού συστήματος» και των εν γένει «πολιτικών», Προσοχή, όμως, ο Λαός μόνο ως καταγγελτικό υποκείμενο διατηρείται. Ποτέ δεν είναι υποχρεωμένος να δώσει τις δικές του προτάσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων που τον απασχολούν. Ο Λαός πρέπει να περιορίζεται στον ρόλο του όχλου και ποτέ να αναδείχνεται ως σκεπτόμενο υποκείμενο. Είναι μάζα στην οποία μπορούμε να πουλάμε με φτηνό κόστος την επικοινωνιακή πραμάτεια μας. Με κάθε θυσία πρέπει να εμποδιστεί να ωριμάσει ως κριτικός καταναλωτής πληροφορίας και στοχασμού.
Πάμε τώρα στην δυναμική του διαλόγου που προκύπτει από τις συνεχείς και κατευθυντικές παρεμβάσεις του «παρουσιαστή». Εκεί υπάρχει καταφανής στρατηγική. Ο «διευχεραντής» ανοίγει το παιχνίδι, φυσικά, με κάποιο θέμα της επικαιρότητας. Φροντίζει στη συνέχεια, με το μοίρασμα του λόγου και με κατάλληλες παρεμβάσεις, να ανεβάσει τον τόνο της συζήτησης μέχρι το επίπεδο του καυγά. Διακόπτει τους ομιλητές συστηματικά πριν ολοκληρώσουν μια σκέψη ή θέση τους, ώστε να κόψει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής αντιπαράθεσης. Πιέζει τους διαλεγομένους μέχρι να αρχίσουν να καυγαδίζουν όλοι μαζί και προσχηματικά διαμαρτύρεται ότι τάχα τον εμποδίζουν να διευθύνει την συζήτηση. Μια συζήτηση, που ό ίδιος με περισσή τεχνική αποτελεσματικότητα έχει εκτρέψει σε καυγά ποδοσφαιρικού γηπέδου. Έχει εμποδίσει την λειτουργία του ορθολογικού διαλόγου και έχει προετοιμάσει την επέλαση του Λαού. Εκεί θα γίνει η αποκορύφωση. Η ψυχολογία της αρένας όπου κατασπαράσσονται άνθρωποι έχει αποδειχτεί από την Ρωμαϊκή εποχή ότι είναι το αποτελεσματικότερο «όπιο του λαού».
Όταν το κλίμα έχει πια διαμορφωθεί, ο παρουσιαστής δίνει το μικρόφωνο στους καλεσμένους που υποτίθεται ότι αποτελούν το αντιπροσωπευτικό κοινό του Λαού. Τότε αρχίζει η φάση του ψυχοδράματος. Αρχίζει ένας παραληρηματικός λόγος, όπου το κοινό διεκτραγωδεί τα πάθη του και επιτίθεται με τα εμπεδωμένα στην φτηνή δημοσιότητα κλισέ στους εκπροσώπους της εξουσίας: «Εσείς που κάθεστε στις καρέκλες», «εσείς που τρώτε τις μίζες», «εσείς που μας φέρατε έως εδώ» κ.ο.κ. Μόλις, παραταύτα, υπάρξει η παραμικρή σπίθα που θα μπορούσε να εκτρέψει το παραλήρημα σε λογικό διάλογο και εποικοδομητικό διάλογο, παρεμβαίνει αποφασιστικά ο «παρουσιαστής» και θέτει τα πράγματα στη θέση τους: Το κοινό απαγορεύεται να διατυπώσει δική του πρόταση επί των διαμειβομένων. Πρέπει απλώς να διαμαρτύρεται, να κατηγορεί και να βρίζει. Παρακολούθησαν δυστυχή «στόχο», υπουργό της κυβέρνησης, να εξηγεί με ψυχραιμία και υπομονή τον χειρισμό του επί θέματος που είχε θέσει μέλος του «κοινού» με παραληρηματικό τρόπο. Αφού τελείωσε την περιγραφή των χειρισμό του, ερωτά τον αντιπαρατιθέμενο «μήπως εκείνος μπορεί να εξηγήσει τι θα έπρεπε να γίνει» αφού διαμαρτύρεται; Αστραπιαία ο «παρουσιαστής» επεμβαίνει με στεντόρεια και οργίλη φωνή και διακόπτει τον επερχόμενο διάλογο, λέγοντας: «Κύριε υπουργέ, εσείς πρέπει να κάνετε αυτό που πρέπει. Ο λαός δεν είναι εκείνος που θα σας πει τι πρέπει να γίνει»!
Παίρνει βίαια το κινητό μικρόφωνο από τον ταλαίπωρο «εκπρόσωπο» του λαού για να βεβαιωθεί ότι δεν θα τολμήσει να μπει σε ορθολογική συζήτηση και το δίνει σε άλλον παραληρούντα. Το παραλήρημα είναι το μήνυμα.
Ο συμβολισμός είναι τρομακτικός. Ο λαός απαγορεύεται να σκεφτεί πάνω στα ζητήματά του, να καταλάβει τους πραγματικούς και λογικούς περιορισμούς των επιθυμιών και απαιτήσεών του, να κρίνει ουσιαστικά τις ασκούμενες πολιτικές. Γιατί πώς να κρίνει κανείς μια πολιτική αν μέσα στο μυαλό του δεν έχει διαμορφώσει τις εναλλακτικές λύσεις με τις οποίες θα συγκρίνει εκείνες που κρίνει; Μέσα σε ένα τέτοιο σενάριο, ο Λαός πρέπει να είναι ο παράλογος παίχτης ενός δράματος που θα οδηγεί συνέχεια την κατάσταση σε όξυνση και παραλογισμό ώστε να κορυφώνει την ένταση και να ολοκληρώνει το δράμα που πουλάει εισιτήρια στα εμπορικά Μέσα. Την σκηνή αυτή την παρακολούθησα να επαναλαμβάνεται τέσσερις συνολικά φορές στην ίδια εκπομπή και πείστηκα ότι δεν είναι τυχαία. Είναι προϊόν προσχεδιασμού.
Ομολογώ ότι στη συγκεκριμένη εκπομπή που μαγνητοφώνησα βρήκα το πρότυπο μέσα από το οποίο ερμηνεύω πλέον τον καταστροφικό ρόλο της εμπορευματοποίησης του πολιτικού λόγου. Και σκέφτηκα, τώρα, για εμάς: Ανήκουμε τάχα στην Αριστερά, όταν όχι μόνο στεκόμαστε βουβοί μπροστά σε αυτή τη στρέβλωση της κοινής γνώμης, αλλά διαγκωνιζόμαστε πολλές φορές στο πόσο πυκνά θα μετάσχουμε σε τέτοιες φθοροποιές παραστάσεις; Ως διανοούμενοι, τουλάχιστο, δεν μπορούμε άραγε να σκαρφιστούμε τρόπους αντίστασης σε αυτόν τον ευτελισμό του Δήμου και της Δημοκρατίας;
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου