ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΟΝΙΑ….
Την χώρα άρχισε να την κυβερνάει μια μειοψηφία μπεχλιβάνηδων, που πασχίζει να προσανατολιστεί μέσα στην ανεμοζάλη και να συλλάβει κάτι από τους μεγάλους ίσκιους που δίνουν ανάστημα στον ορίζοντα. Για είκοσι περίπου μέρες που διάρκεσε η προεκλογική περίοδος ανέμισαν τις πολύχρωμες σημαίες τους, ζαλώθηκαν τον εγωισμό και τις φιλοδοξίες τους, και τώρα σέρνουν το κάρο της αγαπημένης χώρας, προς άγνωστη κατεύθυνση.Ο φίλος μου ο Πορφύρης ήρθε να πιούμε καφέ και να κουβεντιάσουμε κι έτσι όπως είμαστε χωμένοι στις πολυθρόνες, μοιάζουμε σαν οδοιπόροι που έκατσαν να ξεκουραστούν και να πάρουν μιαν ανάσα πριν ξαναρχίσουν την οδοιπορία τους. Δεν μπορούμε να κρύψουμε τα συναισθήματα που μας κατακλύζουν για την πολιτική κατάσταση.
Είναι αλήθεια ότι πλέον δεν είμαστε παιδιά κι ούτε διατρέχουμε την εφηβική ηλικία μας. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε διάθεση να παίξουμε και να τρέξουμε και η δίψα για ζωή και για τρέλα όλο και μειώνεται. Απλώς νιώθουμε γύρω μας έναν κόσμο πένθιμο, άρρωστο, αποκαμωμένο, με την περίφοβη ψυχή του ζαρωμένη, έτσι καθώς την έχουν ταπεινώσει τα τελευταία χρόνια. Τι μένει να σκεφτεί κανείς; Ακρωτηριασμοί, πείνα, φόροι, εκατόμβες, αποφορές από μυριάδες πτώματα ζωντανών-νεκρών που περιφέρονται κάτω από τις βροχές ή μέσα στα λιοπύρια.
Οι Έλληνες δεν μπορούν να κρύψουν τη γύμνια τους και τα κουρέλια του ταπεινωμένου εγωισμού τους.
«Σαν προδομένοι μοιάζουμε…», μου λέει ο Πορφύρης.
«Προδομένοι… από ποιον ή από ποιους;;;»
«Α, είναι μεγάλη ιστορία. Προδομένοι από τους Ευρωπαίους, προδομένοι από τους πολιτικούς, προδομένοι από τους ίδιους τους εαυτούς μας…»
«Να σου πω ότι αυτό που λες είναι κάπως δυσδιάκριτο. Κάθε εποχή κρύβει πάντα μια πρέζα τρέλας για τους ανθρώπους της. Ένα μεθύσι, κι αυτό είναι που φουσκώνει τα πανιά και το σκαρί τρέχει σαν αφηνιασμένο άλογο, με άγνωστο προορισμό…»
«Είναι λίγο δύσκολο ένας άνθρωπος ή ένας λαός ολόκληρος ν’ αποσείσει το βάρος της κακής συνήθειας, ν’ αναθεωρήσει τη ζωή του. Τις περισσότερες φορές η αγανάκτηση είναι επιπόλαιη και εξανεμίζεται σε παθητικές και στιγμιαίες θεωρήσεις…»
«Αναφέρεσαι στους αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος;;»
«Μωρέ ποιους λογαριάζει εκείνους;;; Διαλύθηκαν, χάθηκαν…»
«Τότε;;»
«Φοβάμαι πως ο σημερινός πολίτης δεν έχει βάθος και συνέπεια. Ανάβει ένα κερί, μια βραδιά το χρόνο, σε κάποιο ενσαρκωμένο ιδανικό, ύστερα φυσάει τη φλόγα, εκείνη σβήνεται, φεύγει με το γαϊτανάκι του καπνού στον αέρα… Και μένει η ευχή: Και του χρόνου!!! Κατάλαβες;;;»
Τι να πω κι εγώ; Συνήθως μετά τις συναντήσεις με τον Πορφύρη ο απολογισμός δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικός. Και τούτο γιατί κατηγορούμε πρόσωπα και καταστάσεις, καυτηριάζουμε. Κάτι δηλαδή που νομίζω ότι συμβαίνει με όλους τους Έλληνες. Ανεβαίνουν στο βήμα ή βγαίνουν στις πλατείες, και αρχίζουν τις επιθέσεις κατά παντός. Κάποια στιγμή η κρίση περνάει, τα πνεύματα γαληνεύουν, καταλαγιάζουν, η οργή ξεχνιέται κι όλα ξαναπιάνουν τον κανονικό τους ρυθμό. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι αυτό που ισχύει για τον καθένα χωριστά, ισχύει και για το σύνολο.
Δηλαδή, δεν μπορεί να βρισκόμαστε σε αδιάκοπο συναγερμό συνείδησης. Μας χρειάζεται και η ηρεμία τόσο όσο είναι αναγκαία και η έξαψη. Γι’ αυτό προσγειώνω την κουβέντα σ’ ένα θέμα που με απασχολεί τις τελευταίες μέρες, περισσότερο και από την πολιτική κατάσταση. Στη Σόνια!!!!
Ο Πορφύρης δεν έδειχνε να ξαφνιάζεται.
«Τίποτε δεν εξελίσσεται, τίποτε δεν προχωρεί…»
«Κάποιο νέο, μια είδηση;;;»
«Τι να σου πω;; Ο δρόμος που οδηγεί στη Σόνια είναι ένας δρόμος χωρίς αποχρώσεις και χωρίς θερμοκρασία… Κι αν ήταν δρόμος ποταμίσιος θα είχε ασάλευτα νερά…»
Δεν τόλμησα να του πω ότι της είχα στείλει ένα τηλεφωνικό μήνυμα… «Η γη σε κατάπιε;», της έγραψα. Εγώ, δηλαδή, έγραψα τέσσερις λέξεις κι εκείνη απάντησε με τρεις: «Who is it?». Έτσι πέρασαν τρεις μέρες δίχως κάποια εξέλιξη, οπότε αποφάσισα να της τηλεφωνήσω. Στο κινητό. Το άφησα να χτυπήσει 5-6 φορές, αλλά απάντηση δεν πήρα. Κι έτσι σκέφτηκαν ότι είναι μάταιο. Δεν ξέρω αν θα επιμείνω.
Τώρα έπρεπε να πω δυο κουβέντες στον Πορφύρη που δεν μπορούσε να την διώξει από το μυαλό του. Αλλά έτσι που τον βλέπω σκεφτικό και να καπνίζει, διστάζω. Στο μεταξύ άρχισε να βραδιάζει και να παχνίζει μια ελαφρά μελαγχολία στη γειτονιά.
Η Αλίκη, απέναντι, κάνει βόλτες στη βεράντα της και κάθε τόσο σηκώνει ψηλά τα χέρια της προς τον ουρανό σαν ικεσία. Τι σκέφτεται και λέει, μονάχα ο Θεός ξέρει, γιατί και η ίδια εκτοξεύει λέξεις χωρίς ειρμό και μονάχα η φωνή της ανεβοκατεβαίνει. Με ποιον άραγε να τα έχει τώρα. Ποιος της φταίει;;
«Α, ξέχασα να σου πω ότι απόψε θα παρουσιάσει το καινούργιο βιβλίο του στον Ιανό, ο Σωτήρης Δ. Πάμε;;;»
«Πάμε…»
Νίκος Λαγκαδινός a
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου