Ευκαιρία αφύπνισης
Ο χρόνος κυλάει και σιγά-σιγά έρχεται ο επόμενος. Η αβεβαιότητα στη χώρα παρατείνεται, κυριαρχεί πλέον παντού. Κοινωνία, πολιτικός και πνευματικός κόσμος αμφιβάλλουν για την τύχη του τόπου. Οι περισσότεροι προβλέπουν κάποιο «ατύχημα»· περιμένουν να συμβεί κάτι σημαντικό, λυτρωτικό ή καταστροφικό – κι αυτό όμως ίσως λυτρωτικό για τους κρυφούς οπαδούς του δημιουργικού χάους.
Τι περιμένουμε, λοιπόν, να συμβεί το 2014; Να μηδενιστεί ο χρόνος; Να σταματήσει να στριφογυρίζει το αυτάρεσκο καρουσέλ της ελληνικής κοινωνίας; Να καεί το εναπομείναν «λίπος» από τα δανεικά της ευμάρειας; Να εμφανισθεί μήπως ο παράκλητος μεσσίας, ο οποίος, επιδεικνύοντας υπεράνθρωπες –υπερελληνικές, θα έλεγε κανείς– αρετές, θα καταφέρει να ενώσει μία βαθιά κατακερματισμένη κοινωνία; Μήπως περιμένουμε εν τέλει ένα θαύμα;
Ένα τμήμα των πολιτών πράγματι επιζητεί ένα θαύμα το 2014· κι αυτό είναι ίσως φυσικό σε μία κοινωνία που έχει πάρει διαζύγιο εδώ και καιρό με τον ορθό λόγο και μονίμως ερωτοτροπεί με το μεταφυσικό, το ανεξήγητο. Ένα άλλο τμήμα των πολιτών αναμένει ίσως το σοκ, να γίνει αυτό που είναι να γίνει και να τελειώνουμε. Δεν ξέρει ωστόσο τι είναι αυτό ή το σκιαγραφεί σε αδρές γραμμές. Κυρίως η αστική τάξη (όποια κι αν είναι αυτή στη χώρα μας) έχει αρχίσει να φοβάται τα χειρότερα: όχι μονάχα ουρές στις τράπεζες, αλλά και ταραχές με χαρακτηριστικά άλλων εποχών, που μέχρι πρότινος νομίζαμε ότι είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το 2014 μοιάζει να είναι μία ακόμη χρονιά φόβου, μία χρονιά κορύφωσης της αβεβαιότητας των τελευταίων ετών.
Το θλιβερότερο όλων, πάντως, είναι ότι και από την επόμενη χρονιά απλώς περιμένουμε να μας έρθουν γεγονότα, που θα αποτελέσουν ίσως τομή για την ελληνική ιστορία. Δεν δείχνουμε τη διάθεση να διαμορφώσουμε εμείς τα πράγματα, να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι, οι πολίτες αυτής της χώρας, τις συνθήκες της ανάταξης, της ανασυγκρότησης· περιμένουμε απλώς μία λύση, καλή ή κακή, από κάποιους άλλους.
Δυστυχώς αυτός είναι κι ο τρόπος που μας έμαθε πλέον να σκεπτόμαστε το πολιτικό σύστημα. Οι πολιτικοί στη χώρα μας, ως επί το πλείστον, νομοθετούν και κυβερνούν μόνον με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας – ό,τι βεβαίως απ’ αυτές τηρούν. Μέμφονται μεν τον «τρισκατάρατο» διεθνή οικονομικό έλεγχο, λένε όμως ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και νομοθετούν και πράττουν αναλόγως. Πέρα απ’ αυτά, ωστόσο, ουδέν. Σπανίως αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, νομοθετικές ή άλλες, σε «ουδέτερες πολιτικά ζώνες», σε τομείς όπου τα Μνημόνια δεν προβλέπουν κάτι. Εκεί δηλαδή που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν πέντε πράγματα παραπάνω, εκτός μνημονιακών υποχρεώσεων, εμφανίζονται αδιάφοροι και έτσι απεμπολούν de facto την εξουσία που τους έχει απομείνει. Οι φωτεινές εξαιρέσεις ορισμένων πολιτικών με θάρρος απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα: το πολιτικό σύστημα μοιάζει να έχει παραιτηθεί οικειοθελώς από ένα σημαντικό τμήμα των αρμοδιοτήτων του, που δεν επηρεάζεται από τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας. Και περιμένει να γίνουν τα πράγματα κάποια στιγμή πιεστικά, όπως λ.χ. με τους ΧΥΤΑ ή την καύση των νεκρών, προκειμένου να αναλάβει δράση, πάντοτε όμως καθυστερημένα και μετά την επιβολή προστίμων κυρίως από την Ε.Ε.
Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι αυτό το «πρότυπο» παθητικής συμπεριφοράς, αυτή η παραίτηση από τη δυνατότητα αυτόνομου σχεδιασμού και αυτενέργειας, έχει διαποτίσει πλέον και ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που, βιώνοντας μία δραματική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, απλώς στέκει παθητικά και περιμένει τη λύση από τους άλλους, και κυρίως από τους «κακούς», από αυτούς που διαρκώς εξυφαίνουν συνωμοσίες σε βάρος του ελληνικού λαού.
Για να διασωθεί όμως η πατρίδα μας, πρέπει να σταματήσουμε πλέον να περιμένουμε· πρέπει να γίνουμε επιτέλους δημιουργικοί και να δείξουμε πραγματικά ότι έχουμε κάποιο λόγο συλλογικής, εθνικής ύπαρξης· ένα συνεκτικό, αυτόνομο και ρεαλιστικό σχέδιο για το αύριο, παράλληλα με τις διεθνείς μας υποχρεώσεις.
Ίσως το 2014 να είναι η τελευταία ευκαιρία μιας δημιουργικής αφύπνισης ενός κουρασμένου λαού, ίσως όμως να είναι ήδη πολύ αργά. Σκιάς όναρ πια η πατρίδα; Ποιος ξέρει, ο χρόνος θα δείξει, το 2014.
Αντώνιος Γ. Καραμπατζός Επ. Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών
Photo: Α. Παναγιώτου @fosphotos.com
Ο χρόνος κυλάει και σιγά-σιγά έρχεται ο επόμενος. Η αβεβαιότητα στη χώρα παρατείνεται, κυριαρχεί πλέον παντού. Κοινωνία, πολιτικός και πνευματικός κόσμος αμφιβάλλουν για την τύχη του τόπου. Οι περισσότεροι προβλέπουν κάποιο «ατύχημα»· περιμένουν να συμβεί κάτι σημαντικό, λυτρωτικό ή καταστροφικό – κι αυτό όμως ίσως λυτρωτικό για τους κρυφούς οπαδούς του δημιουργικού χάους.
Τι περιμένουμε, λοιπόν, να συμβεί το 2014; Να μηδενιστεί ο χρόνος; Να σταματήσει να στριφογυρίζει το αυτάρεσκο καρουσέλ της ελληνικής κοινωνίας; Να καεί το εναπομείναν «λίπος» από τα δανεικά της ευμάρειας; Να εμφανισθεί μήπως ο παράκλητος μεσσίας, ο οποίος, επιδεικνύοντας υπεράνθρωπες –υπερελληνικές, θα έλεγε κανείς– αρετές, θα καταφέρει να ενώσει μία βαθιά κατακερματισμένη κοινωνία; Μήπως περιμένουμε εν τέλει ένα θαύμα;
Ένα τμήμα των πολιτών πράγματι επιζητεί ένα θαύμα το 2014· κι αυτό είναι ίσως φυσικό σε μία κοινωνία που έχει πάρει διαζύγιο εδώ και καιρό με τον ορθό λόγο και μονίμως ερωτοτροπεί με το μεταφυσικό, το ανεξήγητο. Ένα άλλο τμήμα των πολιτών αναμένει ίσως το σοκ, να γίνει αυτό που είναι να γίνει και να τελειώνουμε. Δεν ξέρει ωστόσο τι είναι αυτό ή το σκιαγραφεί σε αδρές γραμμές. Κυρίως η αστική τάξη (όποια κι αν είναι αυτή στη χώρα μας) έχει αρχίσει να φοβάται τα χειρότερα: όχι μονάχα ουρές στις τράπεζες, αλλά και ταραχές με χαρακτηριστικά άλλων εποχών, που μέχρι πρότινος νομίζαμε ότι είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το 2014 μοιάζει να είναι μία ακόμη χρονιά φόβου, μία χρονιά κορύφωσης της αβεβαιότητας των τελευταίων ετών.
Το θλιβερότερο όλων, πάντως, είναι ότι και από την επόμενη χρονιά απλώς περιμένουμε να μας έρθουν γεγονότα, που θα αποτελέσουν ίσως τομή για την ελληνική ιστορία. Δεν δείχνουμε τη διάθεση να διαμορφώσουμε εμείς τα πράγματα, να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι, οι πολίτες αυτής της χώρας, τις συνθήκες της ανάταξης, της ανασυγκρότησης· περιμένουμε απλώς μία λύση, καλή ή κακή, από κάποιους άλλους.
Δυστυχώς αυτός είναι κι ο τρόπος που μας έμαθε πλέον να σκεπτόμαστε το πολιτικό σύστημα. Οι πολιτικοί στη χώρα μας, ως επί το πλείστον, νομοθετούν και κυβερνούν μόνον με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας – ό,τι βεβαίως απ’ αυτές τηρούν. Μέμφονται μεν τον «τρισκατάρατο» διεθνή οικονομικό έλεγχο, λένε όμως ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και νομοθετούν και πράττουν αναλόγως. Πέρα απ’ αυτά, ωστόσο, ουδέν. Σπανίως αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, νομοθετικές ή άλλες, σε «ουδέτερες πολιτικά ζώνες», σε τομείς όπου τα Μνημόνια δεν προβλέπουν κάτι. Εκεί δηλαδή που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν πέντε πράγματα παραπάνω, εκτός μνημονιακών υποχρεώσεων, εμφανίζονται αδιάφοροι και έτσι απεμπολούν de facto την εξουσία που τους έχει απομείνει. Οι φωτεινές εξαιρέσεις ορισμένων πολιτικών με θάρρος απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα: το πολιτικό σύστημα μοιάζει να έχει παραιτηθεί οικειοθελώς από ένα σημαντικό τμήμα των αρμοδιοτήτων του, που δεν επηρεάζεται από τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας. Και περιμένει να γίνουν τα πράγματα κάποια στιγμή πιεστικά, όπως λ.χ. με τους ΧΥΤΑ ή την καύση των νεκρών, προκειμένου να αναλάβει δράση, πάντοτε όμως καθυστερημένα και μετά την επιβολή προστίμων κυρίως από την Ε.Ε.
Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι αυτό το «πρότυπο» παθητικής συμπεριφοράς, αυτή η παραίτηση από τη δυνατότητα αυτόνομου σχεδιασμού και αυτενέργειας, έχει διαποτίσει πλέον και ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που, βιώνοντας μία δραματική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, απλώς στέκει παθητικά και περιμένει τη λύση από τους άλλους, και κυρίως από τους «κακούς», από αυτούς που διαρκώς εξυφαίνουν συνωμοσίες σε βάρος του ελληνικού λαού.
Για να διασωθεί όμως η πατρίδα μας, πρέπει να σταματήσουμε πλέον να περιμένουμε· πρέπει να γίνουμε επιτέλους δημιουργικοί και να δείξουμε πραγματικά ότι έχουμε κάποιο λόγο συλλογικής, εθνικής ύπαρξης· ένα συνεκτικό, αυτόνομο και ρεαλιστικό σχέδιο για το αύριο, παράλληλα με τις διεθνείς μας υποχρεώσεις.
Ίσως το 2014 να είναι η τελευταία ευκαιρία μιας δημιουργικής αφύπνισης ενός κουρασμένου λαού, ίσως όμως να είναι ήδη πολύ αργά. Σκιάς όναρ πια η πατρίδα; Ποιος ξέρει, ο χρόνος θα δείξει, το 2014.
Αντώνιος Γ. Καραμπατζός Επ. Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου