Λευτέρης Παπαδόπουλος:
Με φωνάζαν, «ο γιος της καθαρίστριας»...
Δημοσιογράφος, στιχουργός. Γεννήθηκε στην πλατεία Βικτωρίας, ζει στην περιοχή της Ακρόπολης. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ' όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το ... τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
Η πλατεία Βικτωρίας είναι η αγαπημένη μου περιοχή. Για 'μένα πατρίδα είναι η γειτονιά μου. Όταν γεννήθηκα εκεί, σ' ένα δρομάκι στην οδό Φωκαίας πριν από 78 χρόνια, η πλατεία λεγόταν « Κυριακού». Η πιο βάρβαρη ανάμνησή μου από τα παιδικά μου χρόνια και την Κατοχή είναι η πείνα. Όταν έπεσε ο λιμός το 1941 πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Με τους Γερμανούς είχαμε περιέλθει σε μια κατάσταση απελπισίας. Δεν δούλευε κανείς, δεν υπήρχαν χρήματα, δεν υπήρχε φαγητό. Δεν είχαμε να πληρώσουμε την εγγραφή στο σχολείο, αλλά ευτυχώς με κάποιο τρόπο με πήρανε. Όπως τώρα δίνουν συσσίτια σε ορισμένα σχολεία, τότε μας έδιναν λακέρδα και μια χούφτα σταφίδες. Έτσι πέρασα την Κατοχή. Επίσης, πήγαινα στον Άγιο Παντελεήμονα, εκεί που γίνονται οι φασαρίες τώρα, μ' ένα κατσαρολάκι κι έπαιρνα από το λαϊκό συσσίτιο λίγα φασόλια, μανέστρα με λίγη ντομάτα, καμιά ρέγκα.
Πήγα γυμνάσιο σε αυτό το κτίριο που αργότερα ονομάστηκε βίλα «Αμαλία». Η μάνα μου εργαζόταν εκεί καθαρίστρια. Οι καθηγητές, κατά κανόνα, ήταν αγράμματοι άνθρωποι, με κακό παιδαγωγικό επίπεδο. Με αποκαλούσαν, θυμάμαι, «ο γιος της καθαρίστριας». Δεν το λένε αυτό σ' ένα παιδάκι, θα πληγωθεί. Ήμουν πολύ καλός μαθητής. Όχι γιατί είχα καμιά ιδιαίτερη έφεση - διάβαζα από άμυνα. Συμμαθητές μου ήταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Αλέκος Φασιανός και ο Χρήστος Γιανναράς. Με τον Γιανναρά και τον Αγγελόπουλο δεν έκανα πολύ παρέα. Είχαμε μια κόντρα γιατί ήταν χριστιανόπουλα και πήγαιναν στο Κατηχητικό. Αντίθετα, οι άλλοι δύο ήμασταν πιο αριστεροί. Βασίλευε ένας τρόμος, όμως, εκείνη την περίοδο και δεν μπορούσες εύκολα να δείξεις ότι είχες αντίθετη άποψη από αυτήν του κατεστημένου. Από διάφορα στοιχεία μιας κουβέντας μπορούσες μόνο να καταλάβεις ότι κάπου αλλού το πήγαινε κάποιος. Αυτή η τετράδα που σου ανέφερα, όμως, παρά τις διαφωνίες που μπορεί να είχε μεταξύ τους, είχε κι έναν ισχυρό συνεκτικό δεσμό, την αγάπη για τη λογοτεχνία.
Μπήκα στη Νομική Αθηνών. Έπρεπε να μπω σε κάποια δουλειά γιατί με είχαν σφάξει η πείνα και η ανασφάλεια. Στην πορεία, επειδή είχα αρχίσει να γράφω, μου μπήκε η ιδέα να γίνω δημοσιογράφος. Ένας φίλος μου, ο Νίκος Άγας, με πληροφόρησε πως ο Λαμπράκης θα έβγαζε μια αθλητική εφημερίδα, την «Ομάδα», και με ρώτησε αν θα ήθελα να με πάρουν εκεί. Πήγα χωρίς λεφτά και μου ανέθεσαν να γράψω για ένα ματς. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση το κείμενό μου, με ενέταξαν στο προσωπικό της εφημερίδας και άρχισα να γράφω τα αθλητικά και στο «Βήμα» και στα «Νέα». Στην αρχή έκανα πολύ «ελεύθερο» και μετά έγινα βοηθός αρχισυντάκτη. Ήταν πολύ σκληρές οι συνθήκες τότε. Πηγαίναμε στις 11 το βράδυ στο τυπογραφείο και στις 6 το πρωί έπρεπε να κλείσουμε το φύλλο. Όλα αυτά τα ξενύχτια τα πληρώνεις μετά από καιρό. Εγώ έπαθα του κόσμου τις αρρώστιες, και κυρίως ένα έμφραγμα. Η γενιά μου δούλεψε πάρα πολύ σκληρά για να βγάλει το ψωμί της στη δημοσιογραφία και φοβάμαι πως και η τωρινή γενιά θα τραβήξει πάρα πολλά. Όχι επειδή είναι υψηλό το επίπεδο της δημοσιογραφίας και υπάρχει μεγάλος διαγκωνισμός ανάμεσα στους συντάκτες αλλά γιατί η καταρρέει η Ελλάδα. Έχω πολλές αμφιβολίες αν θα μείνουν πέντε εφημερίδες. Έχει πέσει αρκετά και η ποιότητα. Το μικρό το κάνουν μεγάλο. Το 2009 έγινε μια συναυλία προς τιμήν μου, με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές. Κάποια «εφημερίδα» κίτρινη έγραψε ότι έγιναν οικονομικές ατασθαλίες. Με πήρε ένας συντάκτης από μια τηλεοπτική εκπομπή και με ρώτησε επί του θέματος. Του απάντησα ότι κι εγώ είμαι δημοσιογράφος και ότι είχα πληροφορίες πως εκείνος και το αφεντικό του γαμιόντουσαν στη λεωφόρο Συγγρού και δεν έδιναν δεκάρα για το φουκαριάρικο το μουνί της μάνας τους.
Η δημοσιογραφία με βοήθησε πολύ στη στιχουργική. Συνδέονται αρκετά. Στη δημοσιογραφία λες την είδηση αμέσως. Έτσι και στους στίχους, δεν γίνεται να πλατειάζεις. Πρέπει να είσαι καίριος και να λες στα τρία λεπτά που διαρκεί ένα τραγούδι όσα μπορεί να γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο: «φτωχολογία, για σένα κάθε μου τραγούδι». Αυτόματα αλλάζει ο κόσμος. Με το πρώτο τραγούδι που έγραψα, την «Άπονη Ζωή», επιβλήθηκα, μαζί με τον Ξαρχάκο. Όταν είσαι 28 χρόνων και σε τραγουδάει όλη η Ελλάδα και δεν έχεις διαβάσει, δεν ξέρεις λογοτεχνία και δεν έχεις μια οικογένεια να σε συγκρατεί, την ψωνίζεις. Εγώ το απόλαυσα, αλλά δεν την ψώνισα. Σε γράφουν οι εφημερίδες, σε λεν τα ραδιόφωνα, έρχονται οι γκόμενες. Βέβαια, όσον αφορά τις γκόμενες, ο στιχουργός είναι τρίτος στην ιεραρχία, μετά τον τραγουδιστή και τον συνθέτη.
Όταν έκανα τον «Δρόμο», επέβαλα να μπαίνει το όνομα του στιχουργού μαζί με του συνθέτη μπροστά. Η μαγκιά μου ήταν ότι έβαλα τη γειτονιά μέσα στο το τραγούδι. Η «Οδός Αριστοτέλους» είναι εκεί που έμενα, το «Άγαλμα» ήταν στην πλατεία Βικτωρίας, «Κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής» ή το «Σπίτι παλιό, ήσουν εδώ», Φυλής και Δεριγνύ. Ονομάτισα τους δρόμους. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, όταν άκουσε την «Άπονη Ζωή», δήλωσε πως «αυτός είναι ο καλύτερος απ' όλους μας και θα μας στείλει όλους στη σύνταξη».
Ο Τσιτσάνης είναι ανυπέρβλητος. Κανείς δεν έγινε καλύτερος από αυτόν. Ούτε ο Θεοδωράκης, ούτε ο Χατζιδάκις. Για το Χατζιδάκι δεν έγραψα ποτέ, γιατί συνέβη κάτι σοβαρό. Όταν ήταν στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του πρότεινε ο Αγγελόπουλος να γράψει μαζί μου κάποια κομμάτια. Κατεβαίνει στην Αθήνα και συναντιόμαστε τυχαία στην Οδό Κριεζώτου. Είχε βγάλει τότε το «Reflections» στην Αμερική και μου ζήτησε να γράψω στίχους στα ελληνικά πάνω στη μουσική. Με παίρνει ο Αλέκος Πατσιφάς, από τη Λύρα, και μου λέει «στο τάδε τραγούδι σε παρακαλεί ο Μάνος να βάλεις το όνομα Κεμάλ». Το όνομα ήταν από έναν σκύλο που είχε κάποιος φίλος του Χατζιδάκι. Του είπα να με αφήσουν ήσυχο και αυτός και ο Χατζιδάκις. Ο Γκάτσος μετά κράτησε μόνο τον τίτλο κι έγραψε ένα καταπληκτικό τραγούδι.
Ο δυσκολότερος για 'μένα ήταν ο Απόστολος Καλδάρας. Έχει γράψει, βέβαια, ένα μαγικό τραγούδι, το «Νύχτωσε χωρίς Φεγγάρι». Ήξερε γράμματα, αλλά προερχόταν από μια σχολή λαϊκού τραγουδιού που είχε δημιουργήσει στο μυαλό του κάποια κλισέ. Ζητούσε να τα βρει μέσα στο τραγούδι που του έγραφες εσύ. Εγώ είχα άλλη άποψη. Είχα ξεκινήσει με τον Ξαρχάκο, με τον Λοΐζο, που έχω γράψει τα περισσότερα του τραγούδια, και είχαμε άλλου είδους συνεργασία. Ο Καλδάρας ήταν δύστροπος και μου είχε αφήσει μια δύσκολη γεύση. Ας πούμε, το τραγούδι «Γιε μου», αλλιώς το έγραψα κι αλλιώς βγήκε. Έλεγε να μην το κάνω έτσι γιατί ήταν ποιητικό και σαχλαμάρες. Το τραγούδι έγινε σουξέ, έφερε ξανά στο προσκήνιο τον Κόκοτα, αλλά δεν είναι εκατό τοις εκατό δικό μου τραγούδι.
Οι τραγουδιστές είναι περίεργη φάρα. Δεν μπορούσες να συζητήσεις μαζί τους. Το μόνο που τους ενδιέφερε, και τότε και τώρα, ήταν να πάρουν το τραγούδι σου και να το κάνουν επιτυχία για να μπορούν να πάνε στο νυχτερινό κέντρο και να πάρουν από τον ιδιοκτήτη όσο πιο πολλά μπορούν. Ο Άκης Πάνου, που ήταν θυμόσοφος, θεωρούσε τους τραγουδιστές ό,τι χειρότερο υπάρχει στον κόσμο. Όλους, εκτός από τον Στέλιο. Πίστευε ότι τραγούδι είναι τα λόγια και η μουσική. Ο τραγουδιστής, όπως έλεγε και ο Καλδάρας, είναι ο έμπορος του τραγουδιού. Αν καταστρεφόταν ο κόσμος, από τα 1.200 τραγούδια που έχω γράψει, θα διάλεγα να απομείνει το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» γιατί έχει ένα σπουδαίο τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά». Μόνο αυτό αν έμενε, θα ήμουνα ευχαριστημένος.
Σταύρος Διοσκουρίδης
Δημοσιογράφος, στιχουργός. Γεννήθηκε στην πλατεία Βικτωρίας, ζει στην περιοχή της Ακρόπολης. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ' όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το ... τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
Η πλατεία Βικτωρίας είναι η αγαπημένη μου περιοχή. Για 'μένα πατρίδα είναι η γειτονιά μου. Όταν γεννήθηκα εκεί, σ' ένα δρομάκι στην οδό Φωκαίας πριν από 78 χρόνια, η πλατεία λεγόταν « Κυριακού». Η πιο βάρβαρη ανάμνησή μου από τα παιδικά μου χρόνια και την Κατοχή είναι η πείνα. Όταν έπεσε ο λιμός το 1941 πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Με τους Γερμανούς είχαμε περιέλθει σε μια κατάσταση απελπισίας. Δεν δούλευε κανείς, δεν υπήρχαν χρήματα, δεν υπήρχε φαγητό. Δεν είχαμε να πληρώσουμε την εγγραφή στο σχολείο, αλλά ευτυχώς με κάποιο τρόπο με πήρανε. Όπως τώρα δίνουν συσσίτια σε ορισμένα σχολεία, τότε μας έδιναν λακέρδα και μια χούφτα σταφίδες. Έτσι πέρασα την Κατοχή. Επίσης, πήγαινα στον Άγιο Παντελεήμονα, εκεί που γίνονται οι φασαρίες τώρα, μ' ένα κατσαρολάκι κι έπαιρνα από το λαϊκό συσσίτιο λίγα φασόλια, μανέστρα με λίγη ντομάτα, καμιά ρέγκα.
Πήγα γυμνάσιο σε αυτό το κτίριο που αργότερα ονομάστηκε βίλα «Αμαλία». Η μάνα μου εργαζόταν εκεί καθαρίστρια. Οι καθηγητές, κατά κανόνα, ήταν αγράμματοι άνθρωποι, με κακό παιδαγωγικό επίπεδο. Με αποκαλούσαν, θυμάμαι, «ο γιος της καθαρίστριας». Δεν το λένε αυτό σ' ένα παιδάκι, θα πληγωθεί. Ήμουν πολύ καλός μαθητής. Όχι γιατί είχα καμιά ιδιαίτερη έφεση - διάβαζα από άμυνα. Συμμαθητές μου ήταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Αλέκος Φασιανός και ο Χρήστος Γιανναράς. Με τον Γιανναρά και τον Αγγελόπουλο δεν έκανα πολύ παρέα. Είχαμε μια κόντρα γιατί ήταν χριστιανόπουλα και πήγαιναν στο Κατηχητικό. Αντίθετα, οι άλλοι δύο ήμασταν πιο αριστεροί. Βασίλευε ένας τρόμος, όμως, εκείνη την περίοδο και δεν μπορούσες εύκολα να δείξεις ότι είχες αντίθετη άποψη από αυτήν του κατεστημένου. Από διάφορα στοιχεία μιας κουβέντας μπορούσες μόνο να καταλάβεις ότι κάπου αλλού το πήγαινε κάποιος. Αυτή η τετράδα που σου ανέφερα, όμως, παρά τις διαφωνίες που μπορεί να είχε μεταξύ τους, είχε κι έναν ισχυρό συνεκτικό δεσμό, την αγάπη για τη λογοτεχνία.
Μπήκα στη Νομική Αθηνών. Έπρεπε να μπω σε κάποια δουλειά γιατί με είχαν σφάξει η πείνα και η ανασφάλεια. Στην πορεία, επειδή είχα αρχίσει να γράφω, μου μπήκε η ιδέα να γίνω δημοσιογράφος. Ένας φίλος μου, ο Νίκος Άγας, με πληροφόρησε πως ο Λαμπράκης θα έβγαζε μια αθλητική εφημερίδα, την «Ομάδα», και με ρώτησε αν θα ήθελα να με πάρουν εκεί. Πήγα χωρίς λεφτά και μου ανέθεσαν να γράψω για ένα ματς. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση το κείμενό μου, με ενέταξαν στο προσωπικό της εφημερίδας και άρχισα να γράφω τα αθλητικά και στο «Βήμα» και στα «Νέα». Στην αρχή έκανα πολύ «ελεύθερο» και μετά έγινα βοηθός αρχισυντάκτη. Ήταν πολύ σκληρές οι συνθήκες τότε. Πηγαίναμε στις 11 το βράδυ στο τυπογραφείο και στις 6 το πρωί έπρεπε να κλείσουμε το φύλλο. Όλα αυτά τα ξενύχτια τα πληρώνεις μετά από καιρό. Εγώ έπαθα του κόσμου τις αρρώστιες, και κυρίως ένα έμφραγμα. Η γενιά μου δούλεψε πάρα πολύ σκληρά για να βγάλει το ψωμί της στη δημοσιογραφία και φοβάμαι πως και η τωρινή γενιά θα τραβήξει πάρα πολλά. Όχι επειδή είναι υψηλό το επίπεδο της δημοσιογραφίας και υπάρχει μεγάλος διαγκωνισμός ανάμεσα στους συντάκτες αλλά γιατί η καταρρέει η Ελλάδα. Έχω πολλές αμφιβολίες αν θα μείνουν πέντε εφημερίδες. Έχει πέσει αρκετά και η ποιότητα. Το μικρό το κάνουν μεγάλο. Το 2009 έγινε μια συναυλία προς τιμήν μου, με όλους τους μεγάλους τραγουδιστές. Κάποια «εφημερίδα» κίτρινη έγραψε ότι έγιναν οικονομικές ατασθαλίες. Με πήρε ένας συντάκτης από μια τηλεοπτική εκπομπή και με ρώτησε επί του θέματος. Του απάντησα ότι κι εγώ είμαι δημοσιογράφος και ότι είχα πληροφορίες πως εκείνος και το αφεντικό του γαμιόντουσαν στη λεωφόρο Συγγρού και δεν έδιναν δεκάρα για το φουκαριάρικο το μουνί της μάνας τους.
Η δημοσιογραφία με βοήθησε πολύ στη στιχουργική. Συνδέονται αρκετά. Στη δημοσιογραφία λες την είδηση αμέσως. Έτσι και στους στίχους, δεν γίνεται να πλατειάζεις. Πρέπει να είσαι καίριος και να λες στα τρία λεπτά που διαρκεί ένα τραγούδι όσα μπορεί να γράφει ένα ολόκληρο βιβλίο: «φτωχολογία, για σένα κάθε μου τραγούδι». Αυτόματα αλλάζει ο κόσμος. Με το πρώτο τραγούδι που έγραψα, την «Άπονη Ζωή», επιβλήθηκα, μαζί με τον Ξαρχάκο. Όταν είσαι 28 χρόνων και σε τραγουδάει όλη η Ελλάδα και δεν έχεις διαβάσει, δεν ξέρεις λογοτεχνία και δεν έχεις μια οικογένεια να σε συγκρατεί, την ψωνίζεις. Εγώ το απόλαυσα, αλλά δεν την ψώνισα. Σε γράφουν οι εφημερίδες, σε λεν τα ραδιόφωνα, έρχονται οι γκόμενες. Βέβαια, όσον αφορά τις γκόμενες, ο στιχουργός είναι τρίτος στην ιεραρχία, μετά τον τραγουδιστή και τον συνθέτη.
Όταν έκανα τον «Δρόμο», επέβαλα να μπαίνει το όνομα του στιχουργού μαζί με του συνθέτη μπροστά. Η μαγκιά μου ήταν ότι έβαλα τη γειτονιά μέσα στο το τραγούδι. Η «Οδός Αριστοτέλους» είναι εκεί που έμενα, το «Άγαλμα» ήταν στην πλατεία Βικτωρίας, «Κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής» ή το «Σπίτι παλιό, ήσουν εδώ», Φυλής και Δεριγνύ. Ονομάτισα τους δρόμους. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, όταν άκουσε την «Άπονη Ζωή», δήλωσε πως «αυτός είναι ο καλύτερος απ' όλους μας και θα μας στείλει όλους στη σύνταξη».
Ο Τσιτσάνης είναι ανυπέρβλητος. Κανείς δεν έγινε καλύτερος από αυτόν. Ούτε ο Θεοδωράκης, ούτε ο Χατζιδάκις. Για το Χατζιδάκι δεν έγραψα ποτέ, γιατί συνέβη κάτι σοβαρό. Όταν ήταν στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του πρότεινε ο Αγγελόπουλος να γράψει μαζί μου κάποια κομμάτια. Κατεβαίνει στην Αθήνα και συναντιόμαστε τυχαία στην Οδό Κριεζώτου. Είχε βγάλει τότε το «Reflections» στην Αμερική και μου ζήτησε να γράψω στίχους στα ελληνικά πάνω στη μουσική. Με παίρνει ο Αλέκος Πατσιφάς, από τη Λύρα, και μου λέει «στο τάδε τραγούδι σε παρακαλεί ο Μάνος να βάλεις το όνομα Κεμάλ». Το όνομα ήταν από έναν σκύλο που είχε κάποιος φίλος του Χατζιδάκι. Του είπα να με αφήσουν ήσυχο και αυτός και ο Χατζιδάκις. Ο Γκάτσος μετά κράτησε μόνο τον τίτλο κι έγραψε ένα καταπληκτικό τραγούδι.
Ο δυσκολότερος για 'μένα ήταν ο Απόστολος Καλδάρας. Έχει γράψει, βέβαια, ένα μαγικό τραγούδι, το «Νύχτωσε χωρίς Φεγγάρι». Ήξερε γράμματα, αλλά προερχόταν από μια σχολή λαϊκού τραγουδιού που είχε δημιουργήσει στο μυαλό του κάποια κλισέ. Ζητούσε να τα βρει μέσα στο τραγούδι που του έγραφες εσύ. Εγώ είχα άλλη άποψη. Είχα ξεκινήσει με τον Ξαρχάκο, με τον Λοΐζο, που έχω γράψει τα περισσότερα του τραγούδια, και είχαμε άλλου είδους συνεργασία. Ο Καλδάρας ήταν δύστροπος και μου είχε αφήσει μια δύσκολη γεύση. Ας πούμε, το τραγούδι «Γιε μου», αλλιώς το έγραψα κι αλλιώς βγήκε. Έλεγε να μην το κάνω έτσι γιατί ήταν ποιητικό και σαχλαμάρες. Το τραγούδι έγινε σουξέ, έφερε ξανά στο προσκήνιο τον Κόκοτα, αλλά δεν είναι εκατό τοις εκατό δικό μου τραγούδι.
Οι τραγουδιστές είναι περίεργη φάρα. Δεν μπορούσες να συζητήσεις μαζί τους. Το μόνο που τους ενδιέφερε, και τότε και τώρα, ήταν να πάρουν το τραγούδι σου και να το κάνουν επιτυχία για να μπορούν να πάνε στο νυχτερινό κέντρο και να πάρουν από τον ιδιοκτήτη όσο πιο πολλά μπορούν. Ο Άκης Πάνου, που ήταν θυμόσοφος, θεωρούσε τους τραγουδιστές ό,τι χειρότερο υπάρχει στον κόσμο. Όλους, εκτός από τον Στέλιο. Πίστευε ότι τραγούδι είναι τα λόγια και η μουσική. Ο τραγουδιστής, όπως έλεγε και ο Καλδάρας, είναι ο έμπορος του τραγουδιού. Αν καταστρεφόταν ο κόσμος, από τα 1.200 τραγούδια που έχω γράψει, θα διάλεγα να απομείνει το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» γιατί έχει ένα σπουδαίο τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά». Μόνο αυτό αν έμενε, θα ήμουνα ευχαριστημένος.
Σταύρος Διοσκουρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου