12 Μαρ 2013

Πορεία προς ένα νέο δημοσιονομικό γκρεμό 

Αν έπρεπε να διαλέξουμε έναν, τον σημαντικότερο ανάμεσα στους πολλούς, τότε ο βασικός κανόνας που διέτρεξε στην μεταπολίτευση την πλησίστια πορεία της Ελλάδας προς το δημοσιονομικό γκρεμό, ήταν ότι διαρκώς σε μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε.
Με άλλα λόγια, το αναπτυξιακό, το δημοσιονομικό, άρα και το μοντέλο διακυβέρνησης ήταν στηριγμένα στη λογική της συνεχούς, κυρίως δάνειας, ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης και όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Υποχρεωτικά ένα τέτοιο μοντέλο, όχι ανάπτυξης αλλά καλοπέρασης, μπορούσε να στηριχθεί χρηματοδοτικά μόνον με δύο εργαλεία-μηχανισμούς:


1) το εθνικό νόμισμα σε διαρκή διολίσθηση, ενίοτε και σε υποτίμηση
2) τη συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους

Με την υιοθέτηση του ευρώ αρχικά και την άρση εμπιστοσύνης των αγορών – ιδιωτών πιστωτών στη συνέχεια, η Ελλάδα το 2009 δεν χρεοκόπησε μόνον, αλλά βίωσε την κατάρρευση της συνολικής της πορείας τα 40 τελευταία χρόνια.
Υπό αυτήν την έννοια από το 2009 και μετά, το εθνικό και πατριωτικό χρέος της πολιτικής ηγεσίας της χώρας δεν είναι απλώς να εξασφαλίζει
τη νέα δανειοδότηση του ελληνικού κράτους, αλλά πρωτίστως να αλλάξει και να μεταρρυθμίσει τις άρρωστες δομές, αντιλήψεις και πρακτικές που μας οδήγησαν στο δημοσιονομικό γκρεμό.
Εθνική προτεραιότητα είναι η θεμελίωση ενός παραγωγικού προτύπου ανάπτυξης, που θα πάρει τη θέση του καταναλωτικού μοντέλου ευημερίας της μεταπολίτευσης.
Δυστυχώς, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες έχουμε ολική επαναφορά πρακτικών του παρελθόντος. Και αν τα πρόδρομα κρούσματα
παλαιοκομματικής κυβερνητικής νοοτροπίας για ορισμένους δεν ήταν αρκετά, το προς ψήφιση φορολογικό νομοσχέδιο δεν αφήνει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι επιστρέφουμε ολοταχώς στο χθες που μας χρεοκόπησε.
Εξηγούμαι: Τρία χρόνια μετά την κατακρήμνιση της Ελλάδας στο δημοσιονομικό γκρεμό, ένα φορολογικό νομοσχέδιο οφείλουμε να το κρίνουμε με βάση τις δύο μείζονες συνιστώσες του: tην φιλοσοφία και τη φορολογική ηθική του.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ο φοροεισπρακτικός χαρακτήρας τού νομοσχεδίου, που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ιδιαίτερα σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης, δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα.
Το πρόβλημα είναι ότι το νομοσχέδιο έχει άποψη και υιοθετεί τη φιλοσοφία του χθες που μας χρεοκόπησε, επαναθεμελιώνει την Ελλάδα της κατανάλωσης και όχι της παραγωγής, φροντίζει και νοιάζεται για τους επιχειρηματίες και όχι για τις επιχειρήσεις.
Σαράντα χρόνια η Ελλάδα έφτιαξε επιχειρηματίες, δεν έχτισε επιχειρήσεις.

Με βάση τα παραπάνω, μέσα από ένα φορολογικό νομοσχέδιο, θα έπρεπε πρώτα και κύρια να ενισχύεται η Ελλάδα της παραγωγής σε βάρος της Ελλάδας της κατανάλωσης. Κατανάλωσης που σε οικονομίες σαν την ελληνική δεν συνεπάγεται ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, αλλά αύξηση των εισαγωγών με τη συνακόλουθη επιδείνωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Το φορολογικό νομοσχέδιο θα έπρεπε να έχει το θάρρος επιτέλους να πει στην ελληνική κοινωνία τη μεγάλη αλήθεια: άλλο είναι ο
επιχειρηματίας, άλλο είναι η επιχείρηση. Μονόδρομος για την πολυπόθητη ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι η στήριξη της επιχείρησης.
Το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται ο εργαζόμενος αλλά και ο επιχειρηματίας, το κλαδί που θέλουμε να καθίσει και ο άνεργος, είναι η επιχείρηση και μάλιστα η επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα, δεδομένου ότι το δημόσιο για την εξασφάλιση θέσεων εργασίας πρέπει οριστικά και αμετάκλητα να το ξεχάσουμε πια!
Δύο είναι οι καθοριστικές παράμετροι που αποκαλύπτουν τη φιλοσοφία του φορολογικού νομοσχεδίου ως προς αυτό:

Πρώτον, ο συντελεστής φορολόγησης-επιβάρυνσης της επιχείρησης ως νομικής και οικονομικής οντότητας.
Δεύτερον, ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων, δηλαδή του μέρους εκείνου των κερδών της επιχείρησης που μετατρέπονται σε ατομικό εισόδημα για τον επιχειρηματία-μέτοχο.

Με βάση τα προαναφερθέντα τι θα έπρεπε να προβλέπει το φορολογικό νομοσχέδιο, αποδεικνύοντας ότι προωθεί την Ελλάδα της παραγωγής και όχι της κατανάλωσης, καθώς και ότι στηρίζει την επιχείρηση σαν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται το αναπτυξιακό μέλλον της χώρας;

Πρώτον, θα έπρεπε τον συντελεστή φορολόγησης της επιχείρησης που σήμερα είναι 20% να τον μειώνει δραστικά και μάλιστα τα αδιανέμητα κέρδη που θα προορίζονται μέσω αποθεματικού για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, νέων επενδύσεων, νέων θέσεων εργασίας να τα καθιστούσε ουσιαστικά αφορολόγητα τουλάχιστον για δέκα χρόνια.
Δεύτερον, να αύξανε το συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων, που σήμερα είναι 25%, δηλαδή του μέρους εκείνων των κερδών της επιχείρησης που μετατρέπονται σε ατομικό εισόδημα για τον επιχειρηματία-μέτοχο.

Προς επίρρωση του απαράδεκτου χαρακτήρα του φορολογικού νομοσχεδίου, ο φορολογικός συντελεστής που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις αυξάνεται, αντί να μειώνεται, από το 20% στο 26%, ενώ ταυτόχρονα ο φορολογικός συντελεστής των μερισμάτων, αντί να αυξάνεται, μειώνεται από το 25% στο 10% !
Τι «φωνάζει», δηλαδή, το φορολογικό νομοσχέδιο; «Ζήτω η Ελλάδα της κατανάλωσης, ζήτω η Ελλάδα των πλούσιων επιχειρηματιών και των πτωχευμένων επιχειρήσεων, ζήτω η Ελλάδα της ανεργίας και της προκλητικής κοινωνικής ανισότητας, ζήτω η Ελλάδα της ύφεσης».
Τι να περιμένει όμως κανείς από μία παλαιοκομματική κυβέρνηση, που μπορεί να την ακούσετε να ισχυρίζεται, αυτή και όσοι άτυπα την εκπροσωπούν στα ΜΜΕ, «ποια κέρδη, οι περισσότερες επιχειρήσεις γράφουν ζημιές»; «Τότε ένα λόγος παραπάνω να μη μειώσετε, αλλά να αυξήσετε το συγκεκριμένο συντελεστή» θα τους απαντούσε κανείς. Ενώ, όπως θα συμπλήρωνε ένας έμπειρος φοροτεχνικός-λογιστής, αυτό που αναμένεται να συμβεί θα είναι η προσπάθεια πολλών επιχειρηματιών να εκμεταλλευτούν την αρπαχτή που τους δίνει την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν ο συντελεστής του 10%, διανέμοντας ειδικά φέτος μερίσματα για να είναι σίγουροι ότι θα προλάβουν.


ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Εκτός από την απαράδεκτη και καταστροφική φιλοσοφία που διέπει το φορολογικό νομοσχέδιο και καθιστά το ρόλο του απολύτως αρνητικό, από την κατακόρυφη μείωση του συντελεστή επί των διανεμόμενων κερδών-μερισμάτων αναδεικνύεται και το κορυφαίο ζήτημα της φορολογικής ανηθικότητας που το χαρακτηρίζει.
Εξηγούμαι: 
Δεν είναι δυνατόν, ξεπερνά τα πλέον ακραία όρια της πολιτικής και κοινωνικής ανηθικότητας ειδικά στη σημερινή οικονομική συγκυρία η
πρόβλεψη για μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων, διότι δεν είναι δυνατόν δυόμισι ετών μειώσεις μισθών των εργαζομένων να μετατρέπονται σε αύξηση των ατομικών εισοδημάτων των επιχειρηματιών.
Στη φάση της ύφεσης που διανύουμε, όπου ο κύκλος εργασιών συρρικνώνεται και το κόστος πρώτων υλών παραμένει στα ίδια επίπεδα, η μόνη πηγή βελτίωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης είναι οι μειώσεις των μισθών και η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Η δραστική μείωση του μισθολογικού κόστους στη λειτουργία των επιχειρήσεων, αντί να επενδύεται στην ενδυνάμωση και επέκταση της
παραγωγικής δραστηριότητας, άρα στην ανάπτυξη, διοχετεύεται στην αύξηση των ατομικών εισοδημάτων των εχόντων, τελικά στην κατανάλωση
και την αύξηση των εισαγωγών ή και στην αύξηση των καταθέσεων που εξάγονται σε τράπεζες του εξωτερικού.
Πρόκειται για την πιο ανήθικη, άθλια και απροσχημάτιστα ληστρική αναδιανομή των εισοδημάτων που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην
Ελλάδα.
Οι βουλευτές, ιδίως του ΠΑΣΟΚ, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας που σήκωσε το πολιτικό βάρος τα δυόμισι προηγούμενα χρόνια για την αντιμετώπιση της χρεοκοπίας της Ελλάδας, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να συναινέσουν με την ψήφο τους στη υιοθέτηση ενός φορολογικού νομοσχεδίου που μετατρέπει τις δραματικές μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων σε προκλητικές αυξήσεις των ατομικών εισοδημάτων των επιχειρηματιών και όχι σε παραγωγικούς και αναπτυξιακούς πόρους.
Και επειδή πολλοί θα αναρωτηθούν «δηλαδή να πέσει η κυβέρνηση»; απαντώ: «να μην πέσει η κυβέρνηση. Να αλλάξει αυτό το ανήθικο, άδικο και παλαιοκομματικής εμπνεύσεως φορολογικό νομοσχέδιο» .

ΤΕΛΟΣ

Αυτές τις μέρες η χώρα ταλανίζεται από το σκάνδαλο της μη αξιοποίησης και της αλλοίωσης της λίστας Λαγκάρντ, ένα θέμα που αποτέλεσε για
εμένα την αιτία να ανακοινώσω την αποχώρησή μου από το ΠΑΣΟΚ στις 3 Οκτωβρίου του 2012. Η ένταση με την οποία αναδεικνύεται το θέμα
δείχνει επίσης ότι υπάρχει σοβαρό αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για φορολογική δικαιοσύνη.
Ένα σκέλος αυτής της δικαιοσύνης είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Θα μπορούσε στο ίδιο νομοσχέδιο η κυβέρνηση, αν πραγματικά ήθελε, να συμπεριλάβει διατάξεις με βάση τις οποίες σε τακτά χρονικά διαστήματα υποχρεωτικά θα ξεκινούν και θα τελειώνουν φορολογικοί έλεγχοι ειδικά για καταθέσεις του εξωτερικού. Όμως η κυβέρνηση δεν θέλει.
Ένα δεύτερο σκέλος της φορολογικής δικαιοσύνης είναι να επιμεριστούν πιο δίκαια τα φορολογικά βάρη στους πολίτες, είτε αυτοί είναι επιχειρηματίες, είτε εργαζόμενοι, είτε εισοδηματίες. Ίσες υποχρεώσεις για όλους, ανεξαρτήτως πηγής των προσωπικών τους εισοδημάτων, πρέπει να είναι η φιλοσοφία της. Δυστυχώς και σε αυτό το μέτωπο η κυβέρνηση δεν θέλει να δώσει τη μάχη.
Επομένως, η Ελλάδα δεν συνεχίζει να ζει μόνο με το ψέμα της αντιπολίτευσης, ότι με ένα άρθρο θα αποκατασταθούν οι μισθοί και οι συντάξεις, αλλά και με την αλήθεια της κυβέρνησης, ότι δεν έχει την πολιτική βούληση και άρα δεν πρόκειται τίποτε να αλλάξει από τις δομές που παράγουν φορολογική αδικία, σκάνδαλα, διαφθορά και τελικά την πορεία προς ένα νέο δημοσιονομικό γκρεμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: