Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ !...
Περιδιαβάζοντας τους δρόμους της Αθήνας τον Αύγουστο έχεις την αίσθηση ότι μόνο οι κατσαρίδες επέζησαν κάποιου πυρηνικού ολέθρου. Απόκληροι που ψάχνουν τα σκουπίδια, μοναχικοί που μιλούν μόνοι τους, κλεφτρόνια που αναζητούν θύματα μέσα στο λιοπύρι, η άδεια πόλη μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί από την κανονικότητα. Τα περίπτερα κλείνουν με την ίδια ταχύτητα που πέφτουν οι Περσείδες στον ουρανό. Τα εστιατόρια το ίδιο: αναρτούν μια ανακοίνωση «Καλές διακοπές-
ραντεβού τον Σεπτέμβρη», κατεβάζουν ρολά και φεύγουν. Πεινασμένοι εργένηδες ψάχνουν κάπου να φάνε σπιτικό φαγητό, καταλήγουν όμως να τρώνε σκουπίδια από τα ελάχιστα φαστ φουντ, που αψηφούν το κλίμα των ημερών και παραμένουν στις επάλξεις.
Οι εναπομείναντες στην πόλη χαιρετιούνται συνωμοτικά και ανταλλάσσουν τις γνωστές κοινοτοπίες: «Είναι υπέροχη η Αθήνα τον Αύγουστο, ασ’ τους άλλους να συνωστίζονται στις παραλίες». Δεν το εννοούν εντελώς, το απόφθεγμα κρύβει έναν υπόκωφο φθόνο, αλλά χάνεται μέσα στην υποτιθέμενη απέχθειά τους για οτιδήποτε μικροαστικό. Οικογένειες με παιδάκια που βρίσκονται σε μακρινές παραλίες, ζευγάρια που μισιούνται ακόμη περισσότερο όταν έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο, έφηβοι που ποστάρουν φωτογραφίες με κοιλιακούς και σουφρωμένα χείλια από τις διακοπές τους στο φέισμπουκ, ηλικιωμένοι που παίζουν μπιρίμπα στο καφενείο κάποιου χωριού.
«Η ποίηση της γης ποτέ δεν πεθαίνει», επιμένει ο Τζον Κιτς. Οντως. Μέσα στην περιρρέουσα μελαγχολία των ερημωμένων δρόμων, βρίσκει κανείς θύλακες ζωής. Ευκαιριακές παρέες που έχουν ξεμείνει και πίνουν μπίρες στις πλατείες, γονείς που βρήκαν χρόνο να επανασυνδεθούν με τα παιδιά τους και ύστερα από καιρό συζητούν αληθινά, ενήλικοι εραστές που χαϊδεύουν τα χέρια τους με εφηβική αιδημοσύνη στο σκοτάδι του θερινού σινεμά, φίλοι που αποφάσισαν να κατευθυνθούν σε κάποια κοντινή παραλία, οδηγώντας μέσα από μία αθηναϊκή Αριζόνα, μόνο που οι κάκτοι είναι νεραντζιές και η έρημος καυτή άσφαλτος.
Είναι απλούστερο να συνεννοηθούμε τον Αύγουστο στην πόλη, ο χρόνος κυλάει βραδύτερα, η ημερήσια διάταξη, πιο ράθυμη, ενθαρρύνει κοινωνικές επαφές ασυνήθιστες, καλλιεργεί σχέσεις που έμειναν στη μέση, ατελείς έρωτες και ηδονές επισφαλείς - τον υπόλοιπο χρόνο. Υπάρχει μια διάχυτη ασυλία αυτήν την εποχή, μια ελευθεριότητα στον αέρα.
Αλλωστε, ο χρόνος είναι περιορισμένος και το καλοκαίρι απαιτεί να το απολαύσουμε, σχεδόν με ψυχαναγκασμό. Τα καρπούζια αρχίζουν να ξασπρίζουν, οι μέρες μικραίνουν, εγκαινιάζεται η καταραμένη ευχή «Καλό χειμώνα». Η προοπτική του φθινόπωρου, τα σχολεία που ξανανοίγουν, οι νέες μεγάλες αποφάσεις-αντίστοιχες της Πρωτοχρονιάς, μας υποχρεώνουν να ανοίγουμε τα μάτια διάπλατα και να χαιρόμαστε ακόμη κι αυτό: την Αθήνα, τον Αύγουστο.
Ξένια Κουναλάκη
Περιδιαβάζοντας τους δρόμους της Αθήνας τον Αύγουστο έχεις την αίσθηση ότι μόνο οι κατσαρίδες επέζησαν κάποιου πυρηνικού ολέθρου. Απόκληροι που ψάχνουν τα σκουπίδια, μοναχικοί που μιλούν μόνοι τους, κλεφτρόνια που αναζητούν θύματα μέσα στο λιοπύρι, η άδεια πόλη μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί από την κανονικότητα. Τα περίπτερα κλείνουν με την ίδια ταχύτητα που πέφτουν οι Περσείδες στον ουρανό. Τα εστιατόρια το ίδιο: αναρτούν μια ανακοίνωση «Καλές διακοπές-
ραντεβού τον Σεπτέμβρη», κατεβάζουν ρολά και φεύγουν. Πεινασμένοι εργένηδες ψάχνουν κάπου να φάνε σπιτικό φαγητό, καταλήγουν όμως να τρώνε σκουπίδια από τα ελάχιστα φαστ φουντ, που αψηφούν το κλίμα των ημερών και παραμένουν στις επάλξεις.
Οι εναπομείναντες στην πόλη χαιρετιούνται συνωμοτικά και ανταλλάσσουν τις γνωστές κοινοτοπίες: «Είναι υπέροχη η Αθήνα τον Αύγουστο, ασ’ τους άλλους να συνωστίζονται στις παραλίες». Δεν το εννοούν εντελώς, το απόφθεγμα κρύβει έναν υπόκωφο φθόνο, αλλά χάνεται μέσα στην υποτιθέμενη απέχθειά τους για οτιδήποτε μικροαστικό. Οικογένειες με παιδάκια που βρίσκονται σε μακρινές παραλίες, ζευγάρια που μισιούνται ακόμη περισσότερο όταν έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο, έφηβοι που ποστάρουν φωτογραφίες με κοιλιακούς και σουφρωμένα χείλια από τις διακοπές τους στο φέισμπουκ, ηλικιωμένοι που παίζουν μπιρίμπα στο καφενείο κάποιου χωριού.
«Η ποίηση της γης ποτέ δεν πεθαίνει», επιμένει ο Τζον Κιτς. Οντως. Μέσα στην περιρρέουσα μελαγχολία των ερημωμένων δρόμων, βρίσκει κανείς θύλακες ζωής. Ευκαιριακές παρέες που έχουν ξεμείνει και πίνουν μπίρες στις πλατείες, γονείς που βρήκαν χρόνο να επανασυνδεθούν με τα παιδιά τους και ύστερα από καιρό συζητούν αληθινά, ενήλικοι εραστές που χαϊδεύουν τα χέρια τους με εφηβική αιδημοσύνη στο σκοτάδι του θερινού σινεμά, φίλοι που αποφάσισαν να κατευθυνθούν σε κάποια κοντινή παραλία, οδηγώντας μέσα από μία αθηναϊκή Αριζόνα, μόνο που οι κάκτοι είναι νεραντζιές και η έρημος καυτή άσφαλτος.
Είναι απλούστερο να συνεννοηθούμε τον Αύγουστο στην πόλη, ο χρόνος κυλάει βραδύτερα, η ημερήσια διάταξη, πιο ράθυμη, ενθαρρύνει κοινωνικές επαφές ασυνήθιστες, καλλιεργεί σχέσεις που έμειναν στη μέση, ατελείς έρωτες και ηδονές επισφαλείς - τον υπόλοιπο χρόνο. Υπάρχει μια διάχυτη ασυλία αυτήν την εποχή, μια ελευθεριότητα στον αέρα.
Αλλωστε, ο χρόνος είναι περιορισμένος και το καλοκαίρι απαιτεί να το απολαύσουμε, σχεδόν με ψυχαναγκασμό. Τα καρπούζια αρχίζουν να ξασπρίζουν, οι μέρες μικραίνουν, εγκαινιάζεται η καταραμένη ευχή «Καλό χειμώνα». Η προοπτική του φθινόπωρου, τα σχολεία που ξανανοίγουν, οι νέες μεγάλες αποφάσεις-αντίστοιχες της Πρωτοχρονιάς, μας υποχρεώνουν να ανοίγουμε τα μάτια διάπλατα και να χαιρόμαστε ακόμη κι αυτό: την Αθήνα, τον Αύγουστο.
Ξένια Κουναλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου