«Η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι»
«Τα κάλλη σου κρεμούν παπά, τα φρύδια σου βεζύρη/ τ΄αγγελικό σου το κορμί κρεμά καραβοκύρη».
«Άγγελος είσαι στη θωριά και ρήγας στη ψηλότη/ και ο Θεός πολυχρονά την ακριβή σου νιότη».
Είναι υμνητικοί της ωραιότητας δεκαπεντασύλλαβοι, από τους δεκάδες που ανθολογούνται στο βιβλίο «Η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι», του επίκουρου καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Αριστείδη Ν.Δουλαβέρα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Πρόκειται για μια αποθησαύριση δημοτικών στίχων η οποία αποκαλύπτει τον απέραντο συλλογικό θαυμασμό προς την ελληνική ομορφιά. Είναι το κάλος στο lifestyle πριν από δυο- τρείς αιώνες, που όμως συγκινεί και σήμερα ως ιστορία και ως ποίηση.
Όπως επισημαίνει στον πρόλογο ο ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας Μιχάλης.Γ. Μερακλής, οι Έλληνες, από τα ομηρικά χρόνια , τοποθετούσαν την ομορφιά των γυναικών πιο πάνω από κάθε άλλη αρετή! Κάτι που δεν παραξενεύει προκειμένου περί κατοίκων μιας χώρας οι οποίοι ευτήχησαν να απολαμβάνουν ένα ήλιο που, κατά τον Ανδρέα Κάλβο – «πλουτίζει τα βουνά και τα κύματα». Για να προσθέσει ο καθηγητής: «…και τις ωραίες γυναίκες».
Ο συγγραφέας στην εισαγωγή κάνει μια ιστορική αναδρομή υπογραμμίζοντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξέφρασαν τον θαυμασμό τους στην ομορφιά ως κύρια αρετή της γυναίκας δημιουργώντας τη Θεά Αφροδίτη. Τα δε επίθετα σε αρχαίες όμορφες δίνουν και παίρνουν : Από την «ευπλόκαμο - ομορφολέξουδη Δήμητρα μέχρι την λεκώλενο- κροσταλλοβράχιονη Ήρα».
Αντιθέτως, η χριστιανική θρησκεία έδωσε έμφαση στην ομορφιά της ψυχής και όχι του σώματος. Μάλιστα, στο βυζάντιο ο γυναικείος καλλωπισμός θεωρήθηκε από Πατέρες της εκκλησίας ότι αντίκειται στους ιερούς κανόνες, αν και η φιλαρέσκεια δεν έλειψε ποτέ από τη Βυζαντινή γυναίκα:
«Η ομορφιά σου βούλεται τον ήλιο να θαμπώσει/ και σκλάβο από την Μπαρμπαριά να τον ελευθερώσει».
Η γυναικεία ομορφιά- τονίζει ο καθηγητής - είναι βασικό υμνητικό δεδομένο στο δημοτικό τραγούδι. Στην παραδοσιακή κοινωνία αναπλήρωνε κάποτε την απαίτηση για προίκα, ενώ προσέδιδε ιδιαίτερο κοινωνικό γόητρο στην όμορφη κόρη. Υπάρχει ,εντούτοις, μια διάσταση ανάμεσα στις γενιές. Οι γονείς με την αποκτημένη κοινωνική πείρα δεν υπερεκτιμούν το κεφάλαιο της ομορφιάς ώστε να υποκαταστήσει τα πλούτη.
Η φιλοτέχνηση της ωραίας γυναίκας στο δημοτικό τραγούδι μοιάζει με τις βασικές αρχές της επικής και αρχαϊκής τέχνης η οποία τονίζει τα μάτια , την κόμη, το στήθος, τη μύτη, τα χέρια. Το άσπρο, το μαύρο και το κόκκινο χρώμα χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ομορφιάς. Η συνολική λευκότητα του σώματος - γιατί αυτό ήταν το χρώμα- πρότυπο στη γυναίκα του 18ου αιώνα - δίνεται με πολλές παρομοιώσεις αντικειμένων, φυτών και πτηνών.
Το μαύρο- παρ ΄όλο που στη λαϊκή αντίληψη είναι το χρώμα του πένθους - δεν εμπόδισε το δημοτικό τραγουδιστή να τονίσει την ομορφιά του στη γυναίκα, περιγράφοντας τα φρύδια, τα βλέφαρα, τα μαλλιά και τα ρούχα.
Το κόκκινο- που είναι χρώμα της χαράς και της υγείας- προβάλει την ομορφιά στην ενδυμασία, στο πρόσωπο, στα μάγουλα και στα χείλη.
«Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ολοκληρώνεται χάρη στο πυκνό σύστημα παρομοιώσεων και μεταφορών που σχηματίζεται από υλικό αντλούμενο από τη φύση, από τα προϊόντα και από το χώρου του υπερβατικού. Και βέβαια, υπάρχει μεγάλη χρήση της ύλης και του χρώματος των ευγενών μετάλλων, χρυσού και άργυρου» υπογραμμίζει ο εμβριθής λαογράφος .
Όμως- επισημαίνει ο Αριστείδης Δουλαβέρας - ο λαϊκός άνθρωπος άντλησε και από τον θρησκευτικό βίο προσφεύγοντας στην Παναγία, στο Χρηστό, στους Αγγέλους, στον Τίμιο Σταυρό και στα ιερά σκεύη. Το αξιοσημείωτο είναι ότι με τα λογοτεχνικά αυτά σχήματα η γυναικεία ομορφιά δεν πνευματικοποιείται αλλά παραμένει κοσμική.
Η προβολή της ανδρικής ομορφιάς υμνείται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον αυτάρεσκο Νάρκισσο , ενώ η ασχήμια ήταν απωθητική ακόμη και μεταξύ των θεών, όπως ο Ήφαιστος.
Στα δημοτικά τραγούδια ο όμορφος άνδρας επαινείται και υψώνεται σε πρότυπο, εν αντιθέσει με τον άσχημο που υφίσταται την γυναικεία απόρριψη. Συχνός είναι ο θρήνος μέσα στα τραγούδια αυτά για την απώλεια της ομορφιάς με το θάνατο.
Είναι απολαυστικές οι παρατηρήσεις της έρευνας: Η ανδρική ομορφιά, όπως και η γυναικεία, παραμένει γήινη και όχι μεταφυσική, προκαλώντας το θαυμασμό αλλά και τον φθόνο. Η λαϊκή μούσα εκθειάζει τον ωραίο άνδρα με ουσιαστικά και επίθετα: λεβέντης, παλικάρι, μορφονιός, πανώριος, διωματάρης, πανέμορφος.
Πέρα από την ομορφιά στο σύνολό της, επαινείται και η επιμέρους ωραιότητα: το μπόι, η μέση, τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα γένια , το μουστάκι, τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο, ο λαιμός, οι ώμοι.
Επίσης γίνεται χρήση συμβολισμών με τα άνθη, τα φυτά και τα δέντρα όπως : βασιλικός, γαρύφαλλο, ρόδο, γιασεμί, κυπαρίσσι, πλάτανος, κλήμα, μηλιά, λεμονανθός.
Ο συμβολισμός με το θείο ,το ιερό και το αγαθό εκφράζεται με τις λέξεις «σταυρός, ασημοκάντηλο, χρυσοκάντηλο, της εκκλησιάς φανάρι αλλά και με πολύτιμα αντικείμενα : σκρίνιε μου, καθρέφτη αδαμάντινε, σπαθί των αντρειωμένων, κούπα συριανόκουπα, της Ρόδος το φανάρι, του Μοριά το φλάμπουρο, μαλαματένιε μαστραπά».
Η ενδυμασία και ο στολισμός αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ανδρικής ομορφιάς με αναφορά στη φουστανέλα, στο γιλέκο, στα κουμπιά, στο φέσι, στο σελάχι, στο μαντήλι, στο σαρίκι, στο ζωνάρι, στη ζώνη.
Την όλη ομορφιά του νέου τονίζουν τα άρματά του : το ντουφέκι, το γιαταγάνι, το πιστόλι, οι παλάσκες.
Στις 500 σελίδες του πονήματος ο αναγνώστης θα απολαύσει την μεταφυσική αγωνία του ανώνυμου ποιητή να θεοποιήσει τραγουδώντας αυτό που θωρείται «θείο δώρο»- την εξωτερική ομορφιά, και κυρίως την ομορφιά του προσώπου. Είναι μια ποίηση- αντίσταση στην ματαιότητα της ομορφιάς που- η …αθεόφοβη- επιμένει μέχρι το τέλος.
«Γιατί βαριοστολίστηκες; Μην πας στην εκκλησία;
Γιατί ομορφοντύθηκες; Μην πας σε πανηγύρι;
Γιατί λαμπροστολίσθηκες; Μήπως θα πως στη Χώρα;
Μήτε στη Χώρα θε να πάω, μήτε σε πανηγύρι.
Παρά θα πάω στη μαύρη γης, στο χαλασμένο χώμα».
Κώστας Μαρδάς
«Τα κάλλη σου κρεμούν παπά, τα φρύδια σου βεζύρη/ τ΄αγγελικό σου το κορμί κρεμά καραβοκύρη».
«Άγγελος είσαι στη θωριά και ρήγας στη ψηλότη/ και ο Θεός πολυχρονά την ακριβή σου νιότη».
Είναι υμνητικοί της ωραιότητας δεκαπεντασύλλαβοι, από τους δεκάδες που ανθολογούνται στο βιβλίο «Η γυναικεία και η ανδρική ομορφιά στο δημοτικό τραγούδι», του επίκουρου καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Αριστείδη Ν.Δουλαβέρα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Πρόκειται για μια αποθησαύριση δημοτικών στίχων η οποία αποκαλύπτει τον απέραντο συλλογικό θαυμασμό προς την ελληνική ομορφιά. Είναι το κάλος στο lifestyle πριν από δυο- τρείς αιώνες, που όμως συγκινεί και σήμερα ως ιστορία και ως ποίηση.
Όπως επισημαίνει στον πρόλογο ο ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας Μιχάλης.Γ. Μερακλής, οι Έλληνες, από τα ομηρικά χρόνια , τοποθετούσαν την ομορφιά των γυναικών πιο πάνω από κάθε άλλη αρετή! Κάτι που δεν παραξενεύει προκειμένου περί κατοίκων μιας χώρας οι οποίοι ευτήχησαν να απολαμβάνουν ένα ήλιο που, κατά τον Ανδρέα Κάλβο – «πλουτίζει τα βουνά και τα κύματα». Για να προσθέσει ο καθηγητής: «…και τις ωραίες γυναίκες».
Ο συγγραφέας στην εισαγωγή κάνει μια ιστορική αναδρομή υπογραμμίζοντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξέφρασαν τον θαυμασμό τους στην ομορφιά ως κύρια αρετή της γυναίκας δημιουργώντας τη Θεά Αφροδίτη. Τα δε επίθετα σε αρχαίες όμορφες δίνουν και παίρνουν : Από την «ευπλόκαμο - ομορφολέξουδη Δήμητρα μέχρι την λεκώλενο- κροσταλλοβράχιονη Ήρα».
Αντιθέτως, η χριστιανική θρησκεία έδωσε έμφαση στην ομορφιά της ψυχής και όχι του σώματος. Μάλιστα, στο βυζάντιο ο γυναικείος καλλωπισμός θεωρήθηκε από Πατέρες της εκκλησίας ότι αντίκειται στους ιερούς κανόνες, αν και η φιλαρέσκεια δεν έλειψε ποτέ από τη Βυζαντινή γυναίκα:
«Η ομορφιά σου βούλεται τον ήλιο να θαμπώσει/ και σκλάβο από την Μπαρμπαριά να τον ελευθερώσει».
Η γυναικεία ομορφιά- τονίζει ο καθηγητής - είναι βασικό υμνητικό δεδομένο στο δημοτικό τραγούδι. Στην παραδοσιακή κοινωνία αναπλήρωνε κάποτε την απαίτηση για προίκα, ενώ προσέδιδε ιδιαίτερο κοινωνικό γόητρο στην όμορφη κόρη. Υπάρχει ,εντούτοις, μια διάσταση ανάμεσα στις γενιές. Οι γονείς με την αποκτημένη κοινωνική πείρα δεν υπερεκτιμούν το κεφάλαιο της ομορφιάς ώστε να υποκαταστήσει τα πλούτη.
Η φιλοτέχνηση της ωραίας γυναίκας στο δημοτικό τραγούδι μοιάζει με τις βασικές αρχές της επικής και αρχαϊκής τέχνης η οποία τονίζει τα μάτια , την κόμη, το στήθος, τη μύτη, τα χέρια. Το άσπρο, το μαύρο και το κόκκινο χρώμα χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ομορφιάς. Η συνολική λευκότητα του σώματος - γιατί αυτό ήταν το χρώμα- πρότυπο στη γυναίκα του 18ου αιώνα - δίνεται με πολλές παρομοιώσεις αντικειμένων, φυτών και πτηνών.
Το μαύρο- παρ ΄όλο που στη λαϊκή αντίληψη είναι το χρώμα του πένθους - δεν εμπόδισε το δημοτικό τραγουδιστή να τονίσει την ομορφιά του στη γυναίκα, περιγράφοντας τα φρύδια, τα βλέφαρα, τα μαλλιά και τα ρούχα.
Το κόκκινο- που είναι χρώμα της χαράς και της υγείας- προβάλει την ομορφιά στην ενδυμασία, στο πρόσωπο, στα μάγουλα και στα χείλη.
«Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ολοκληρώνεται χάρη στο πυκνό σύστημα παρομοιώσεων και μεταφορών που σχηματίζεται από υλικό αντλούμενο από τη φύση, από τα προϊόντα και από το χώρου του υπερβατικού. Και βέβαια, υπάρχει μεγάλη χρήση της ύλης και του χρώματος των ευγενών μετάλλων, χρυσού και άργυρου» υπογραμμίζει ο εμβριθής λαογράφος .
Όμως- επισημαίνει ο Αριστείδης Δουλαβέρας - ο λαϊκός άνθρωπος άντλησε και από τον θρησκευτικό βίο προσφεύγοντας στην Παναγία, στο Χρηστό, στους Αγγέλους, στον Τίμιο Σταυρό και στα ιερά σκεύη. Το αξιοσημείωτο είναι ότι με τα λογοτεχνικά αυτά σχήματα η γυναικεία ομορφιά δεν πνευματικοποιείται αλλά παραμένει κοσμική.
Η προβολή της ανδρικής ομορφιάς υμνείται στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον αυτάρεσκο Νάρκισσο , ενώ η ασχήμια ήταν απωθητική ακόμη και μεταξύ των θεών, όπως ο Ήφαιστος.
Στα δημοτικά τραγούδια ο όμορφος άνδρας επαινείται και υψώνεται σε πρότυπο, εν αντιθέσει με τον άσχημο που υφίσταται την γυναικεία απόρριψη. Συχνός είναι ο θρήνος μέσα στα τραγούδια αυτά για την απώλεια της ομορφιάς με το θάνατο.
Είναι απολαυστικές οι παρατηρήσεις της έρευνας: Η ανδρική ομορφιά, όπως και η γυναικεία, παραμένει γήινη και όχι μεταφυσική, προκαλώντας το θαυμασμό αλλά και τον φθόνο. Η λαϊκή μούσα εκθειάζει τον ωραίο άνδρα με ουσιαστικά και επίθετα: λεβέντης, παλικάρι, μορφονιός, πανώριος, διωματάρης, πανέμορφος.
Πέρα από την ομορφιά στο σύνολό της, επαινείται και η επιμέρους ωραιότητα: το μπόι, η μέση, τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα γένια , το μουστάκι, τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο, ο λαιμός, οι ώμοι.
Επίσης γίνεται χρήση συμβολισμών με τα άνθη, τα φυτά και τα δέντρα όπως : βασιλικός, γαρύφαλλο, ρόδο, γιασεμί, κυπαρίσσι, πλάτανος, κλήμα, μηλιά, λεμονανθός.
Ο συμβολισμός με το θείο ,το ιερό και το αγαθό εκφράζεται με τις λέξεις «σταυρός, ασημοκάντηλο, χρυσοκάντηλο, της εκκλησιάς φανάρι αλλά και με πολύτιμα αντικείμενα : σκρίνιε μου, καθρέφτη αδαμάντινε, σπαθί των αντρειωμένων, κούπα συριανόκουπα, της Ρόδος το φανάρι, του Μοριά το φλάμπουρο, μαλαματένιε μαστραπά».
Η ενδυμασία και ο στολισμός αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ανδρικής ομορφιάς με αναφορά στη φουστανέλα, στο γιλέκο, στα κουμπιά, στο φέσι, στο σελάχι, στο μαντήλι, στο σαρίκι, στο ζωνάρι, στη ζώνη.
Την όλη ομορφιά του νέου τονίζουν τα άρματά του : το ντουφέκι, το γιαταγάνι, το πιστόλι, οι παλάσκες.
Στις 500 σελίδες του πονήματος ο αναγνώστης θα απολαύσει την μεταφυσική αγωνία του ανώνυμου ποιητή να θεοποιήσει τραγουδώντας αυτό που θωρείται «θείο δώρο»- την εξωτερική ομορφιά, και κυρίως την ομορφιά του προσώπου. Είναι μια ποίηση- αντίσταση στην ματαιότητα της ομορφιάς που- η …αθεόφοβη- επιμένει μέχρι το τέλος.
«Γιατί βαριοστολίστηκες; Μην πας στην εκκλησία;
Γιατί ομορφοντύθηκες; Μην πας σε πανηγύρι;
Γιατί λαμπροστολίσθηκες; Μήπως θα πως στη Χώρα;
Μήτε στη Χώρα θε να πάω, μήτε σε πανηγύρι.
Παρά θα πάω στη μαύρη γης, στο χαλασμένο χώμα».
Κώστας Μαρδάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου