ΕΝΑΣ (ΑΚΟΜΑ) ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Στην Ουάσιγκτον, δεν υπάρχει μια και μόνο άποψη φυσικά, με τη διαμάχη μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών να είναι έντονη και διαρκής. Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η σημερινή Προεδρία Ομπάμα προκρίνει ότι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων πρέπει να επιτευχθεί, πρώτιστα, με τη φορολογία υψηλών εισοδημάτων, τη σταδιακή απεμπλοκή από ακριβές και μάλλον ατελέσφορες εμπόλεμες διαμάχες και, σε δεύτερο χρόνο, την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων.
Η στρατηγική ανάπτυξης βασίζεται σε μια επεκτατική δημοσιοοικονομική πολιτική, με την προώθηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, σε βάρος της αποταμίευσης. Όλα αυτά βέβαια τα προκρίνει η Προεδρία. Αντίθετα, η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων έχουν, συχνά, άλλες αντιλήψεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρά τα εμπόδια, ο Πρόεδρος Ομπάμα μπορεί να ισχυριστεί εντυπωσιακή χρηματιστηριακή ανάκαμψη, μετρήσιμη πτώση της ανεργίας και να επιδείξει μια αναιμική, πλην όμως ακόμα υπαρκτή, ανάπτυξη.
Για την Ευρώπη, η προτεραιότητα είναι ακόμα η καταπολέμηση των ελλειμμάτων, χωρίς σ’ αυτή την πορεία να αποκλείονται «πυρηνικές επιλογές», όπως τα “bail ins” έναντι των “bail outs.” Η ύφεση φυσικά καλπάζει από την περιφέρεια προς τον πυρήνα. Το τελευταίο τετράμηνο, στην Ευρωζώνη η ανάπτυξη ήταν 0,9%, που κυμαίνεται από το ασθενικό συν 0,4% στη Γερμανία έως το καταστροφικό -5,7% στην Ελλάδα.
Τα πρόσφατα στοιχεία PMI (της πραγματικής οικονομίας) δείχνουν ότι η Γαλλία βαδίζει με ταχύτητα προς τον τοίχο, όσο ο ανεκδιήγητος Υπουργός Οικονομικών Moscovici κοιμάται στο Εurogroup, εκτός εάν ξυπνήσει για να πει το γερμανικό ποίημα «περί οικονομίας καζίνο στην Κύπρο» ή βγει στο διάδρομο να παραγγείλει καμιά πίτσα. Αλλά στη Φρανκφούρτη δεν αρέσει να τους κουνάνε το δάχτυλο, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για εκείνη την πλευρά του Ατλαντικού που άφησε την Lehman Brothers να καταρρεύσει. Δεν της αρέσει να τους μιλάνε για την ανάγκη χαλάρωσης και πιστωτικής επέκτασης, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για την Ουάσιγκτον, της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα υποβαθμίστηκε (αν και αυτό οφείλεται στην άρνηση των Ρεπουμπλικάνων να δανειστούν και όχι στην πολιτική της Fed). Και σίγουρα δεν της αρέσουν όλα αυτά, ιδιαίτερα όταν συμβαίνουν σε προεκλογική περίοδο.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη περιοδεία του Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Jack Lew, στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο για «διαβουλεύσεις» είχε τα ίδια αποτελέσματα με την προηγούμενη του Timothy Geithner. Σχεδόν κανένα. Και οι ΗΠΑ φαίνεται να εκνευρίζονται. Οι πρόσφατοι κανόνες κεφαλαιοποίησης ξένων τραπεζών που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, καταλήγουν στην απαίτηση δημιουργίας ενός χρηματοπιστωτικού «φράγματος ρίσκου». Η απαίτηση είναι απλή : για τις θυγατρικές σας στην αμερικανική αγορά, πρέπει να έχετε μια κεφαλαιακή βάση ξεχωριστή απ’ αυτή που διατηρείται σε επίπεδο μητρικής εταιρείας. Αυτό μπορεί κανείς να το πει και από-παγκοσμιοποίηση ή περιφερειοποίηση.
Στις ΗΠΑ πάντως το λένε οδηγία άντι-Deutsche Bank, δεδομένου ότι όλοι γνωρίζουν την υπερ-μοχλευμένη και αδύναμη κεφαλαιακή βάση του γερμανικού κολοσσού. Εντός παρενθέσεως, εάν οι Ιταλοί αποφασίσουν να κουρέψουν λίγο μόνο το δημόσιο χρέος τους, είτε επειδή το θέλουν είτε επειδή θα εξαναγκαστούν, η συγκεκριμένη τράπεζα θα έχει πολύ σοβαρά προβλήματα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Πρόεδρος και έως σήμερα πιστά φιλο-πλεονασματικός Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Μπαρόζο, «τολμάει», όπως επισημαίνει και ο γερμανικός Τύπος, να αντηχεί την κριτική της Ουάσιγκτον, λέγοντας ότι «η πολιτική λιτότητας έχει φτάσει τα όριά της».
Όπως επισημαίνει και η κα. Μέρκελ, τώρα το «νοικοκύρεμα» λέγεται λιτότητα, χωρίς να παραλείψει να επισημάνει ότι οι χώρες του μνημονίου (με ειδική μνεία στην Ελλάδα) έχουν «σαφείς, ρεαλιστικούς και εφικτούς στόχους», του είδους που προκαλούν μια κατά τ’ άλλα ανεκτή ανεργία της τάξεως του 27%.Όχι, δε χτύπησε κύμα φιλελληνισμού την Ουάσιγκτον, ούτε ο Μπαρόζο ξαναβρήκε το χαμένο από καιρό πορτογαλικό του διαβατήριο. Αυτό που είναι προφανές στην Ουάσιγκτον, αλλά λιγότερο στο Βερολίνο, είναι μια αλληλεξάρτηση με δύο όψεις. Μια αρνητική και μάλλον γνωστή αλληλεξάρτηση, που οδήγησε από την κρίση των subprimes στην κατάρρευση του Ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος το 2008.
Μια θετική και μάλλον αμνημόνευτη αλληλεξάρτηση, που έχει να κάνει με το γεγονός ότι χωρίς τη διάθεση ρευστότητας από τη Fed ύψους $ 1,2 τρις σε 22 τράπεζες το 2008 – μεταξύ των οποίων γαλλικές, γερμανικές και ελβετικές – η Δύση δε θα συγκαταλεγόταν πλέον στις «ώριμες αγορές», αλλά στις μάλλον σάπιες και τάχιστα καταδυόμενες. Μια αλληλεξάρτηση που έχει να κάνει με τη συνεισφορά και των Αμερικανών φορολογουμένων στα προγράμματα διάσωσης της ευρωπαϊκής περιφέρειας μέσω ΔΝΤ.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ διατηρούν το δικαίωμα «άποψης». Προεκλογικά, η γερμανική αυτοπεποίθηση μπορεί να μετατραπεί σε φόβο απομόνωσης. Από τώρα έως το Σεπτέμβριο έχουμε πολύ χρόνο. Όπως δείχνουν και τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία, εάν το φαβορί πιστέψει υπερβολικά στον εαυτό του, παύει να είναι φαβορί. Ο Ομπάμα δεν παλεύει πλέον για την επανεκλογή του, αλλά για την υστεροφημία του. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα περιμένει έως το Σεπτέμβριο.
Μαριλένα Κοππά
ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ - ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ !...
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι βρήκε την πετυχημένη συνταγή εξόδου από την κρίση, αλλά οι ευρωατλαντικές σχέσεις έχουν περάσει καλύτερες μέρες. Στο ζήτημα της «στρατηγικής εξόδου», οι διαφωνίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου-Φρανκφούρτης είναι μάλλον προφανείς.
Στην Ουάσιγκτον, δεν υπάρχει μια και μόνο άποψη φυσικά, με τη διαμάχη μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών να είναι έντονη και διαρκής. Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η σημερινή Προεδρία Ομπάμα προκρίνει ότι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων πρέπει να επιτευχθεί, πρώτιστα, με τη φορολογία υψηλών εισοδημάτων, τη σταδιακή απεμπλοκή από ακριβές και μάλλον ατελέσφορες εμπόλεμες διαμάχες και, σε δεύτερο χρόνο, την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων.
Η στρατηγική ανάπτυξης βασίζεται σε μια επεκτατική δημοσιοοικονομική πολιτική, με την προώθηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης, σε βάρος της αποταμίευσης. Όλα αυτά βέβαια τα προκρίνει η Προεδρία. Αντίθετα, η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων έχουν, συχνά, άλλες αντιλήψεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρά τα εμπόδια, ο Πρόεδρος Ομπάμα μπορεί να ισχυριστεί εντυπωσιακή χρηματιστηριακή ανάκαμψη, μετρήσιμη πτώση της ανεργίας και να επιδείξει μια αναιμική, πλην όμως ακόμα υπαρκτή, ανάπτυξη.
Για την Ευρώπη, η προτεραιότητα είναι ακόμα η καταπολέμηση των ελλειμμάτων, χωρίς σ’ αυτή την πορεία να αποκλείονται «πυρηνικές επιλογές», όπως τα “bail ins” έναντι των “bail outs.” Η ύφεση φυσικά καλπάζει από την περιφέρεια προς τον πυρήνα. Το τελευταίο τετράμηνο, στην Ευρωζώνη η ανάπτυξη ήταν 0,9%, που κυμαίνεται από το ασθενικό συν 0,4% στη Γερμανία έως το καταστροφικό -5,7% στην Ελλάδα.
Τα πρόσφατα στοιχεία PMI (της πραγματικής οικονομίας) δείχνουν ότι η Γαλλία βαδίζει με ταχύτητα προς τον τοίχο, όσο ο ανεκδιήγητος Υπουργός Οικονομικών Moscovici κοιμάται στο Εurogroup, εκτός εάν ξυπνήσει για να πει το γερμανικό ποίημα «περί οικονομίας καζίνο στην Κύπρο» ή βγει στο διάδρομο να παραγγείλει καμιά πίτσα. Αλλά στη Φρανκφούρτη δεν αρέσει να τους κουνάνε το δάχτυλο, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για εκείνη την πλευρά του Ατλαντικού που άφησε την Lehman Brothers να καταρρεύσει. Δεν της αρέσει να τους μιλάνε για την ανάγκη χαλάρωσης και πιστωτικής επέκτασης, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για την Ουάσιγκτον, της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα υποβαθμίστηκε (αν και αυτό οφείλεται στην άρνηση των Ρεπουμπλικάνων να δανειστούν και όχι στην πολιτική της Fed). Και σίγουρα δεν της αρέσουν όλα αυτά, ιδιαίτερα όταν συμβαίνουν σε προεκλογική περίοδο.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη περιοδεία του Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Jack Lew, στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο για «διαβουλεύσεις» είχε τα ίδια αποτελέσματα με την προηγούμενη του Timothy Geithner. Σχεδόν κανένα. Και οι ΗΠΑ φαίνεται να εκνευρίζονται. Οι πρόσφατοι κανόνες κεφαλαιοποίησης ξένων τραπεζών που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, καταλήγουν στην απαίτηση δημιουργίας ενός χρηματοπιστωτικού «φράγματος ρίσκου». Η απαίτηση είναι απλή : για τις θυγατρικές σας στην αμερικανική αγορά, πρέπει να έχετε μια κεφαλαιακή βάση ξεχωριστή απ’ αυτή που διατηρείται σε επίπεδο μητρικής εταιρείας. Αυτό μπορεί κανείς να το πει και από-παγκοσμιοποίηση ή περιφερειοποίηση.
Στις ΗΠΑ πάντως το λένε οδηγία άντι-Deutsche Bank, δεδομένου ότι όλοι γνωρίζουν την υπερ-μοχλευμένη και αδύναμη κεφαλαιακή βάση του γερμανικού κολοσσού. Εντός παρενθέσεως, εάν οι Ιταλοί αποφασίσουν να κουρέψουν λίγο μόνο το δημόσιο χρέος τους, είτε επειδή το θέλουν είτε επειδή θα εξαναγκαστούν, η συγκεκριμένη τράπεζα θα έχει πολύ σοβαρά προβλήματα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Πρόεδρος και έως σήμερα πιστά φιλο-πλεονασματικός Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Μπαρόζο, «τολμάει», όπως επισημαίνει και ο γερμανικός Τύπος, να αντηχεί την κριτική της Ουάσιγκτον, λέγοντας ότι «η πολιτική λιτότητας έχει φτάσει τα όριά της».
Όπως επισημαίνει και η κα. Μέρκελ, τώρα το «νοικοκύρεμα» λέγεται λιτότητα, χωρίς να παραλείψει να επισημάνει ότι οι χώρες του μνημονίου (με ειδική μνεία στην Ελλάδα) έχουν «σαφείς, ρεαλιστικούς και εφικτούς στόχους», του είδους που προκαλούν μια κατά τ’ άλλα ανεκτή ανεργία της τάξεως του 27%.Όχι, δε χτύπησε κύμα φιλελληνισμού την Ουάσιγκτον, ούτε ο Μπαρόζο ξαναβρήκε το χαμένο από καιρό πορτογαλικό του διαβατήριο. Αυτό που είναι προφανές στην Ουάσιγκτον, αλλά λιγότερο στο Βερολίνο, είναι μια αλληλεξάρτηση με δύο όψεις. Μια αρνητική και μάλλον γνωστή αλληλεξάρτηση, που οδήγησε από την κρίση των subprimes στην κατάρρευση του Ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος το 2008.
Μια θετική και μάλλον αμνημόνευτη αλληλεξάρτηση, που έχει να κάνει με το γεγονός ότι χωρίς τη διάθεση ρευστότητας από τη Fed ύψους $ 1,2 τρις σε 22 τράπεζες το 2008 – μεταξύ των οποίων γαλλικές, γερμανικές και ελβετικές – η Δύση δε θα συγκαταλεγόταν πλέον στις «ώριμες αγορές», αλλά στις μάλλον σάπιες και τάχιστα καταδυόμενες. Μια αλληλεξάρτηση που έχει να κάνει με τη συνεισφορά και των Αμερικανών φορολογουμένων στα προγράμματα διάσωσης της ευρωπαϊκής περιφέρειας μέσω ΔΝΤ.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ διατηρούν το δικαίωμα «άποψης». Προεκλογικά, η γερμανική αυτοπεποίθηση μπορεί να μετατραπεί σε φόβο απομόνωσης. Από τώρα έως το Σεπτέμβριο έχουμε πολύ χρόνο. Όπως δείχνουν και τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία, εάν το φαβορί πιστέψει υπερβολικά στον εαυτό του, παύει να είναι φαβορί. Ο Ομπάμα δεν παλεύει πλέον για την επανεκλογή του, αλλά για την υστεροφημία του. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα περιμένει έως το Σεπτέμβριο.
Μαριλένα Κοππά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου