ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ
Είναι εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει. Η άποψη αυτή παγιώνεται σιγά αλλά σταθερά τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είναι απόφαση μιας μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου, σχεδόν σύσσωμου του πολιτικού συστήματος και ενός πλειοψηφικού τμήματος των πολιτών ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος ή κομματικής προτίμησης. Το μεγαλύτερο διακύβευμα του επόμενου χρόνου είναι η παραμονή στο Euro. Ισχυρές δυνάμεις θα προσπαθήσουν να μας βγάλουν από το σκληρό πυρήνα της ΕΕ, ενώ ήδη στην Ευρώπη ωριμάζει η ιδέα ότι η έξοδος της Ελλάδας είναι προς το συμφέρον των υπόλοιπων λαών της. Οι Ευρωεκλογές που έρχονται θα καταγράψουν την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Η Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει τις κρατικές δομές της, την παραγωγική της βάση, το πολιτικό της σύστημα, τη λειτουργία της Δημοκρατίας της. Δύσκολα πράγματα, αλλά τρία χρόνια τώρα δεν κάνει σχεδόν τίποτα γι΄ αυτά. Και ό,τι μικροαλλαγές επιτυγχάνει υπό την πίεση της Τρόικας φροντίζει να τις ακυρώνει στην επόμενη στροφή. Στην Ελλάδα σπανίζουν οι νέες πολιτικές και επιχειρηματικές εφεδρείες που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν το λαό της, να αλλάξουν, «εδώ και τώρα», το υπόδειγμα, να την ξεκολλήσουν από το τέλμα. Υπάρχουν, αλλά είναι ακόμα αδύναμες. Είτε είναι πολύ εστέτ, είτε βαριούνται, είτε έχουν άλλα ενδιαφέροντα.
Κρατικοδίατοι, χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες και πολύχρωμες φυλές του Δημοσίου, αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ της κρίσης, αναδιοργανώνονται και προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα. Η λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω των οριζόντιων μέτρων και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, η ανέχεια και η καλπάζουσα ανεργία, κυρίως των νέων, οπλίζει όλους αυτούς που θεωρούν ότι έχουν συμφέροντα από μια απομονωμένη, φτωχή Ελλάδα, μακριά από τον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι όλοι αυτοί που έχουν επενδύσει ή παρκάρει τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Και είναι πολλοί, όπως ξέρετε. Πιστεύουν ότι αύριο θα διαχειρίζονται μεν μια κατεστραμμένη χώρα, αλλά μια χώρα που θα τους ανήκει ολοκληρωτικά, ελπίζοντας να χτίσουν και πάλι τις αυτοκρατορίες τους επί των ερειπίων. Με όχημα πάντοτε το κράτος, σχεδιάζουν να αγοράσουν ό,τι πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας και με όπλο τον πληθωρισμό να σπρώξουν τους πολίτες στην απόλυτη εξαθλίωση και τους εαυτούς τους στην κορυφή. Αυτό είναι το σχέδιο του ελληνικού κρατικοδίαιτου, διεφθαρμένου καπιταλισμού και των πολιτικών του συμμάχων. Η Ελλάδα, τραυματισμένη βαριά από την κρίση, τους δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Όλοι αυτοί εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι μόνο. Η προσήλωση της Αριστεράς στον εργαλειακό χαρακτήρα του κράτους, ο δομικός συντηρητισμός και η δυσανεξία της στην ελεύθερη αγορά, γίνονται σήμερα σύμμαχοί τους. Η ιδεολογία του εθνολαϊκισμού, οι θεωρίες διεθνούς συνωμοσίας, το αντιευρωπαϊκό DNA και η νομιμοποίηση της βίας που καλλιεργήθηκαν εντατικά, την προηγούμενη περίοδο από την Άκρα Αριστερά και την Άκρα Δεξιά, δημιουργούν το ιδανικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη τέτοιων σχεδίων. Ωθούν την κοινωνία μας να πάρει τη μεγάλη απόφαση, να ζητήσει πια μόνη της την έξοδο από το Euro ή να συγκατανεύσει σε μια ανάλογη εξέλιξη ως απότοκο ενός δήθεν ατυχήματος. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας που επέστρεψε από το Euro στο εθνικό της νόμισμα και συνεπώς είναι «άγνωστες» οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, βοηθά την προσπάθεια των εραστών της δραχμής να πείσουν τους απελπισμένους, τους χαμένους, αλλά και τους πονηρούς, που αναζητούν μια ευκαιρία να ρεφάρουν.
Το σίγουρο είναι ότι όλα αυτά επιδιώκονται σε ένα περιβάλλον 1,5 εκατομμυρίου ανέργων του ιδιωτικού τομέα και μια πρωτοφανή ασυλία του αντίστοιχου δημόσιου. Η κυβέρνηση δίνει μάχη να διατηρήσει άφθαρτο το πελατειακό κράτος, ποντάροντας σε 2 εκατομμύρια περίπου ψηφοφόρους που σιτίζονται από το Δημόσιο. Η αντιπολίτευση υπόσχεται επαναφορά μισθών και συντάξεων που σίγουρα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, αλλά και διακοπή κάθε προγράμματος αξιολόγησης ή αναδιάρθρωσης που σίγουρα μπορεί. Έτσι σχεδιάζει να βυθίσει το κράτος σε ακόμα μεγαλύτερη διαφθορά και παραγωγική καχεξία πράγμα που κουμπώνει με τα σχέδια όσων θέλουν να το χρησιμοποιήσουν και πάλι για τα «επιχειρηματικά τους σχέδια».
Η μεγάλη αντίθεση σήμερα είναι μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Ο ιδιωτικός τομέας σαρώνεται από πρωτοφανείς μεταβολές που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των εργαζομένων του (εργασιακά δικαιώματα, μισθοί, ασφάλεια κλπ). Είναι τρελό, αλλά 700.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα σηκώνουν το βάρος της χώρας στους ώμους τους. Διαμορφώνουν τη φορολογητέα ύλη, τροφοδοτούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, παλεύουν με την κρατική διαφθορά, στηρίζουν την παραγωγή και ανταγωνίζονται υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες τις διεθνείς αγορές με ένα τραπεζικό τομέα κλινικά νεκρό και ανήμπορο να τους βοηθήσει, θύμα και αυτός του αδηφάγου κράτους και των κομμάτων εξουσίας. Την ίδια στιγμή 700 χιλιάδες νοικοκυριά, δηλαδή 2,5 και βάλε εκατομμύρια συμπολίτες μας συντηρούνται από τον πτωχευμένο δημόσιο τομέα, με απείρως καλύτερες συνθήκες εργασίας, χωρίς καμιά αξιολόγηση, με εργασιακή ασφάλεια και με μισθούς που είναι μακρινό όνειρο για τον ιδιωτικό. Και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, που προαλείφονται για την εξουσία, δηλώνουν ξεδιάντροπα ότι θα συνεχίσουν το έργο της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, δηλαδή θα στηρίζουν το δημόσιο εις βάρος του ιδιωτικού τομέα, εις βάρος της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης, εις βάρος, τελικά, της δημοκρατίας.
Η λυσσαλέα αντίδραση κομμάτων, ΜΜΕ, αρθρογράφων, συνδικαλιστών κλπ στο εγχείρημα των «58» αποτυπώνει ανάγλυφα τις σημερινές ταξικές αντιθέσεις. Η δημιουργία ενός αριστερού και φιλελεύθερου σχήματος που θα προτάσσει, τη ριζική διοικητική μεταρρύθμιση και την απελευθέρωση της αγοράς μέσα σε ένα κράτος πραγματικής πρόνοιας είναι ο ισχυρότερος εχθρός τους. Ο φόβος ότι ένα νέος και πρωτοφανής για την Ελλάδα πολιτικός λόγος μπορεί να βρει μεγάλο ακροατήριο και να δημιουργήσει ρεύμα είναι εμφανής. Για παράδειγμα, η ιδέα και μόνο ότι τα πανεπιστήμια και η έρευνα μπορούν να αλλάξουν καθολικά τα διδακτικά αντικείμενα και τις διοικητικές δομές τους προκειμένου να υποστηρίξουν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας κάνει κάποιους θλιβερούς αριστερούς (ντεμέκ) μεταρρυθμιστές να φρίττουν. Η ιδέα ότι το κράτος δεν θα μοιράζει το χαρτί, τα προνόμια και τα δικαιώματα και δεν θα μπορεί να διαπλέκεται άνετα με τους επιχειρηματίες ανησυχεί βαθύτατα όλους αυτούς που πλούτισαν εις βάρος των εργαζομένων και των αδύναμων. Και φυσικά τους κινητοποιεί και τους κάνει να αντιδρούν. Από κοντά και οι κομματικοί εκφραστές τους.
Εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, τους ΑΝΕΞΕΛ και άλλα περιθωριακά σχήματα και μετακομίζουν μαζικά στο ΣΥΡΙΖΑ αλλοιώνοντας την αριστερή σύνθεση του κόμματος, φαλκιδεύοντας την όποια Ηθική της παραδοσιακής Αριστεράς. Εκεί σμίγουν με τις νεοκομμουνιστικές και αριστερίστικες ομάδες που μέσα στην ιδεοληπτική τους παραζάλη οραματίζονται την Κούβα της Μεσογείου. Η ένταση που σήμερα αναπτύσσεται εντός του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά ιδεολογικές αλλά και οικονομικές διαφορές. Η «φιλοευρωπαϊκή» ηγετική ομάδα είναι ακόμα ισχυρή αλλά ούτε η συνοχή της είναι δεδομένη, ούτε φυσικά η ιδεολογική της συγκρότηση ισχυρή. Αυτή η Αριστερά μισεί την Ευρώπη και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Τίποτα δεν θα μείνει όρθιο προκειμένου ο εγχώριος κρατικοδίαιτος καπιταλισμός να επιβιώσει. Σήμερα, ο ξενιστής του μπορεί να γίνει η Αριστερά. Γιατί μπορεί να λειτουργήσει, με τη ρητορική, την ηθική και τον ακτιβισμό της, ως ανάχωμα της λαϊκής κατακραυγής και να δώσει την ευκαιρία στους ποντικούς να καθαρίσουν το παιχνίδι. Φυσικά έτσι σχεδιάζουν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σχέδιο είναι και εφικτό. Αν η Ευρώπη όμως έχει αποφασίσει την έξοδό μας, οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνονται δραματικά.
Οι δυνάμεις του αριστερού και μη φιλελευθερισμού και οι δυνάμεις της κοινής λογικής, αδύναμες μεν ανήσυχες δε, θα προσπαθήσουν να αντισταθούν στην επέλαση των δυνάμεων της καταστροφής. Είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιήσουν όλα τα πολιτικά εργαλεία, όλες τις δυνατές συμμαχίες, νέα και παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, ακόμα και κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ προκειμένου να αμυνθούν και να αντεπιτεθούν. Χρειάζονται τους μεταρρυθμιστές όπου αυτοί και αν ανήκουν προκειμένου να δημιουργήσουν πολιτικά ρεύματα εντός των κομμάτων τους που θα ζητούν πιεστικά καθαρό πολιτικό λόγο, μεταρρυθμιστικό μέτωπο και καινοτόμες δράσεις. Χρειάζονται ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες κάθε τύπου και κυρίως ένα κλίμα πανεθνικής συναίνεσης με στόχο την παραμονή στο Euro και την παραγωγική αναδιάρθρωση. Πρέπει να διασπάσουν παγιωμένες μικροκομματικές αντιλήψεις, στενά διαχειριστικές λογικές και κυρίως το συντηρητισμό του πολιτικού συστήματος που βλέπει το κέλυφος και όχι τον πυρήνα της πολιτικής. Η πρόσφατη πολιτική κρίση που αναδύθηκε στο συνέδριο της ΔΗΜΑΡ είναι απότοκο των ίδιων αντιθέσεων. Παντού το παλιό συγκρούεται με το καινούργιο.
Τον τελευταίο καιρό καλλιεργείται η ιδέα της αναγέννησης μέσω της καταστροφής. Η χώρα πρέπει να περάσει από τον οδοστρωτήρα ΣΥΡΙΖΑ, να διαλυθεί ολοσχερώς για να αναγεννηθεί από την τέφρα της. Παράλληλα η κεντροαριστερή συνιστώσα δεν πρέπει να βιάζεται. Ας αφήσει ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να πάνε χωριστά στις Ευρωεκλογές, να συντριβούν και μετά οι υγιείς δυνάμεις τους, δικαιωμένες από το αποτέλεσμα, να αναλάβουν τα ηνία και να τους οδηγήσουν στην πολυπόθητη ΕΛΙΑ. Επικίνδυνο σενάριο που βολεύει τους εσωκομματικούς τακτικισμούς και αδιαφορεί για την τύχη της χώρας. Αλήθεια ποιος θα χτίσει μετά πάνω στα ερείπια; Μήπως ο φασισμός παρέα με όλους αυτούς που αναφέραμε; Μια ηττημένη στις εκλογές κεντροαριστερά θα έχει το κουράγιο να ανασυσταθεί; Θα βρει το ακροατήριο για κάτι μεγάλο; Θα μπορέσει να επιβιώσει στις εθνικές εκλογές που θα ακολουθήσουν; Ποιος θα εμπιστευτεί τότε ένα σχήμα που αποτελείται από καιροσκόπους της συμφοράς σε προχωρημένη αποσύνθεση; Μήπως τέτοιες ιδέες οδηγούν κατευθείαν στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ ως το μη χείρον;
Δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα που όλες οι παθογένειες της πολιτικής είναι παρούσες. Δεξιά και Αριστερά λατρεύουν το μεγάλο, διεφθαρμένο, αντιπαραγωγικό κράτος. Οι φιλελεύθερες σοσιαλδημοκρατικές ιδέες είναι οι μόνες που μπορούν να δώσουν απαντήσεις, να δώσουν ελπίδες διεξόδου αργά αλλά σταθερά. Γιατί έχουν ήδη αποδείξει την υπεροχή τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Να διεισδύσουν στην καλλιεργημένη, κοσμοπολίτισσα νέα γενιά και να δώσουν ελπίδα αλλαγής του κοινού πολιτικού τόπου. Πάντοτε όμως σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, δίπλα στις παγκόσμιες δυνάμεις της δημοκρατίας και της προόδου. Η Δημοκρατική Παράταξη που κυοφορείται αυτήν την εποχή είναι μια όαση ελπίδας. Αναζητά το σχήμα της, διαμορφώνει τις Θέσεις της, επιλέγει τους εκπροσώπους της, απλώνεται πανελλαδικά, με προσεκτικά βήματα, ανιχνεύοντας προθέσεις και στάσεις. Δεν αποκλείει κανένα αλλά δεν «ψωνίζει» και από το καλάθι. Ετοιμάζεται για το μπάμ στις διπλές εκλογές της άνοιξης, αλλά δεν μένει σε αυτές. Την ενδιαφέρει η από τα κάτω διαμόρφωση μιας άλλης πολιτικής ιδέας, η εγκατάσταση ενός καινοτόμου και εναλλακτικού πολιτικού λόγου. Μιας άλλης ιδεολογίας. Δύναμή της, η πίστη σε ένα νέο, δημιουργικό ατομισμό
Είναι εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει. Η άποψη αυτή παγιώνεται σιγά αλλά σταθερά τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είναι απόφαση μιας μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου, σχεδόν σύσσωμου του πολιτικού συστήματος και ενός πλειοψηφικού τμήματος των πολιτών ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος ή κομματικής προτίμησης. Το μεγαλύτερο διακύβευμα του επόμενου χρόνου είναι η παραμονή στο Euro. Ισχυρές δυνάμεις θα προσπαθήσουν να μας βγάλουν από το σκληρό πυρήνα της ΕΕ, ενώ ήδη στην Ευρώπη ωριμάζει η ιδέα ότι η έξοδος της Ελλάδας είναι προς το συμφέρον των υπόλοιπων λαών της. Οι Ευρωεκλογές που έρχονται θα καταγράψουν την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Η Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει τις κρατικές δομές της, την παραγωγική της βάση, το πολιτικό της σύστημα, τη λειτουργία της Δημοκρατίας της. Δύσκολα πράγματα, αλλά τρία χρόνια τώρα δεν κάνει σχεδόν τίποτα γι΄ αυτά. Και ό,τι μικροαλλαγές επιτυγχάνει υπό την πίεση της Τρόικας φροντίζει να τις ακυρώνει στην επόμενη στροφή. Στην Ελλάδα σπανίζουν οι νέες πολιτικές και επιχειρηματικές εφεδρείες που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν το λαό της, να αλλάξουν, «εδώ και τώρα», το υπόδειγμα, να την ξεκολλήσουν από το τέλμα. Υπάρχουν, αλλά είναι ακόμα αδύναμες. Είτε είναι πολύ εστέτ, είτε βαριούνται, είτε έχουν άλλα ενδιαφέροντα.
Κρατικοδίατοι, χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες και πολύχρωμες φυλές του Δημοσίου, αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ της κρίσης, αναδιοργανώνονται και προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα. Η λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω των οριζόντιων μέτρων και της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, η ανέχεια και η καλπάζουσα ανεργία, κυρίως των νέων, οπλίζει όλους αυτούς που θεωρούν ότι έχουν συμφέροντα από μια απομονωμένη, φτωχή Ελλάδα, μακριά από τον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι όλοι αυτοί που έχουν επενδύσει ή παρκάρει τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Και είναι πολλοί, όπως ξέρετε. Πιστεύουν ότι αύριο θα διαχειρίζονται μεν μια κατεστραμμένη χώρα, αλλά μια χώρα που θα τους ανήκει ολοκληρωτικά, ελπίζοντας να χτίσουν και πάλι τις αυτοκρατορίες τους επί των ερειπίων. Με όχημα πάντοτε το κράτος, σχεδιάζουν να αγοράσουν ό,τι πουλιέται σε τιμή ευκαιρίας και με όπλο τον πληθωρισμό να σπρώξουν τους πολίτες στην απόλυτη εξαθλίωση και τους εαυτούς τους στην κορυφή. Αυτό είναι το σχέδιο του ελληνικού κρατικοδίαιτου, διεφθαρμένου καπιταλισμού και των πολιτικών του συμμάχων. Η Ελλάδα, τραυματισμένη βαριά από την κρίση, τους δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Όλοι αυτοί εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι μόνο. Η προσήλωση της Αριστεράς στον εργαλειακό χαρακτήρα του κράτους, ο δομικός συντηρητισμός και η δυσανεξία της στην ελεύθερη αγορά, γίνονται σήμερα σύμμαχοί τους. Η ιδεολογία του εθνολαϊκισμού, οι θεωρίες διεθνούς συνωμοσίας, το αντιευρωπαϊκό DNA και η νομιμοποίηση της βίας που καλλιεργήθηκαν εντατικά, την προηγούμενη περίοδο από την Άκρα Αριστερά και την Άκρα Δεξιά, δημιουργούν το ιδανικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη τέτοιων σχεδίων. Ωθούν την κοινωνία μας να πάρει τη μεγάλη απόφαση, να ζητήσει πια μόνη της την έξοδο από το Euro ή να συγκατανεύσει σε μια ανάλογη εξέλιξη ως απότοκο ενός δήθεν ατυχήματος. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας που επέστρεψε από το Euro στο εθνικό της νόμισμα και συνεπώς είναι «άγνωστες» οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, βοηθά την προσπάθεια των εραστών της δραχμής να πείσουν τους απελπισμένους, τους χαμένους, αλλά και τους πονηρούς, που αναζητούν μια ευκαιρία να ρεφάρουν.
Το σίγουρο είναι ότι όλα αυτά επιδιώκονται σε ένα περιβάλλον 1,5 εκατομμυρίου ανέργων του ιδιωτικού τομέα και μια πρωτοφανή ασυλία του αντίστοιχου δημόσιου. Η κυβέρνηση δίνει μάχη να διατηρήσει άφθαρτο το πελατειακό κράτος, ποντάροντας σε 2 εκατομμύρια περίπου ψηφοφόρους που σιτίζονται από το Δημόσιο. Η αντιπολίτευση υπόσχεται επαναφορά μισθών και συντάξεων που σίγουρα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, αλλά και διακοπή κάθε προγράμματος αξιολόγησης ή αναδιάρθρωσης που σίγουρα μπορεί. Έτσι σχεδιάζει να βυθίσει το κράτος σε ακόμα μεγαλύτερη διαφθορά και παραγωγική καχεξία πράγμα που κουμπώνει με τα σχέδια όσων θέλουν να το χρησιμοποιήσουν και πάλι για τα «επιχειρηματικά τους σχέδια».
Η μεγάλη αντίθεση σήμερα είναι μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Ο ιδιωτικός τομέας σαρώνεται από πρωτοφανείς μεταβολές που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των εργαζομένων του (εργασιακά δικαιώματα, μισθοί, ασφάλεια κλπ). Είναι τρελό, αλλά 700.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα σηκώνουν το βάρος της χώρας στους ώμους τους. Διαμορφώνουν τη φορολογητέα ύλη, τροφοδοτούν τα πρωτογενή πλεονάσματα, παλεύουν με την κρατική διαφθορά, στηρίζουν την παραγωγή και ανταγωνίζονται υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες τις διεθνείς αγορές με ένα τραπεζικό τομέα κλινικά νεκρό και ανήμπορο να τους βοηθήσει, θύμα και αυτός του αδηφάγου κράτους και των κομμάτων εξουσίας. Την ίδια στιγμή 700 χιλιάδες νοικοκυριά, δηλαδή 2,5 και βάλε εκατομμύρια συμπολίτες μας συντηρούνται από τον πτωχευμένο δημόσιο τομέα, με απείρως καλύτερες συνθήκες εργασίας, χωρίς καμιά αξιολόγηση, με εργασιακή ασφάλεια και με μισθούς που είναι μακρινό όνειρο για τον ιδιωτικό. Και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, που προαλείφονται για την εξουσία, δηλώνουν ξεδιάντροπα ότι θα συνεχίσουν το έργο της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, δηλαδή θα στηρίζουν το δημόσιο εις βάρος του ιδιωτικού τομέα, εις βάρος της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης, εις βάρος, τελικά, της δημοκρατίας.
Η λυσσαλέα αντίδραση κομμάτων, ΜΜΕ, αρθρογράφων, συνδικαλιστών κλπ στο εγχείρημα των «58» αποτυπώνει ανάγλυφα τις σημερινές ταξικές αντιθέσεις. Η δημιουργία ενός αριστερού και φιλελεύθερου σχήματος που θα προτάσσει, τη ριζική διοικητική μεταρρύθμιση και την απελευθέρωση της αγοράς μέσα σε ένα κράτος πραγματικής πρόνοιας είναι ο ισχυρότερος εχθρός τους. Ο φόβος ότι ένα νέος και πρωτοφανής για την Ελλάδα πολιτικός λόγος μπορεί να βρει μεγάλο ακροατήριο και να δημιουργήσει ρεύμα είναι εμφανής. Για παράδειγμα, η ιδέα και μόνο ότι τα πανεπιστήμια και η έρευνα μπορούν να αλλάξουν καθολικά τα διδακτικά αντικείμενα και τις διοικητικές δομές τους προκειμένου να υποστηρίξουν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας κάνει κάποιους θλιβερούς αριστερούς (ντεμέκ) μεταρρυθμιστές να φρίττουν. Η ιδέα ότι το κράτος δεν θα μοιράζει το χαρτί, τα προνόμια και τα δικαιώματα και δεν θα μπορεί να διαπλέκεται άνετα με τους επιχειρηματίες ανησυχεί βαθύτατα όλους αυτούς που πλούτισαν εις βάρος των εργαζομένων και των αδύναμων. Και φυσικά τους κινητοποιεί και τους κάνει να αντιδρούν. Από κοντά και οι κομματικοί εκφραστές τους.
Εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, τους ΑΝΕΞΕΛ και άλλα περιθωριακά σχήματα και μετακομίζουν μαζικά στο ΣΥΡΙΖΑ αλλοιώνοντας την αριστερή σύνθεση του κόμματος, φαλκιδεύοντας την όποια Ηθική της παραδοσιακής Αριστεράς. Εκεί σμίγουν με τις νεοκομμουνιστικές και αριστερίστικες ομάδες που μέσα στην ιδεοληπτική τους παραζάλη οραματίζονται την Κούβα της Μεσογείου. Η ένταση που σήμερα αναπτύσσεται εντός του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά ιδεολογικές αλλά και οικονομικές διαφορές. Η «φιλοευρωπαϊκή» ηγετική ομάδα είναι ακόμα ισχυρή αλλά ούτε η συνοχή της είναι δεδομένη, ούτε φυσικά η ιδεολογική της συγκρότηση ισχυρή. Αυτή η Αριστερά μισεί την Ευρώπη και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Τίποτα δεν θα μείνει όρθιο προκειμένου ο εγχώριος κρατικοδίαιτος καπιταλισμός να επιβιώσει. Σήμερα, ο ξενιστής του μπορεί να γίνει η Αριστερά. Γιατί μπορεί να λειτουργήσει, με τη ρητορική, την ηθική και τον ακτιβισμό της, ως ανάχωμα της λαϊκής κατακραυγής και να δώσει την ευκαιρία στους ποντικούς να καθαρίσουν το παιχνίδι. Φυσικά έτσι σχεδιάζουν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σχέδιο είναι και εφικτό. Αν η Ευρώπη όμως έχει αποφασίσει την έξοδό μας, οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνονται δραματικά.
Οι δυνάμεις του αριστερού και μη φιλελευθερισμού και οι δυνάμεις της κοινής λογικής, αδύναμες μεν ανήσυχες δε, θα προσπαθήσουν να αντισταθούν στην επέλαση των δυνάμεων της καταστροφής. Είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιήσουν όλα τα πολιτικά εργαλεία, όλες τις δυνατές συμμαχίες, νέα και παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, ακόμα και κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ προκειμένου να αμυνθούν και να αντεπιτεθούν. Χρειάζονται τους μεταρρυθμιστές όπου αυτοί και αν ανήκουν προκειμένου να δημιουργήσουν πολιτικά ρεύματα εντός των κομμάτων τους που θα ζητούν πιεστικά καθαρό πολιτικό λόγο, μεταρρυθμιστικό μέτωπο και καινοτόμες δράσεις. Χρειάζονται ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες κάθε τύπου και κυρίως ένα κλίμα πανεθνικής συναίνεσης με στόχο την παραμονή στο Euro και την παραγωγική αναδιάρθρωση. Πρέπει να διασπάσουν παγιωμένες μικροκομματικές αντιλήψεις, στενά διαχειριστικές λογικές και κυρίως το συντηρητισμό του πολιτικού συστήματος που βλέπει το κέλυφος και όχι τον πυρήνα της πολιτικής. Η πρόσφατη πολιτική κρίση που αναδύθηκε στο συνέδριο της ΔΗΜΑΡ είναι απότοκο των ίδιων αντιθέσεων. Παντού το παλιό συγκρούεται με το καινούργιο.
Τον τελευταίο καιρό καλλιεργείται η ιδέα της αναγέννησης μέσω της καταστροφής. Η χώρα πρέπει να περάσει από τον οδοστρωτήρα ΣΥΡΙΖΑ, να διαλυθεί ολοσχερώς για να αναγεννηθεί από την τέφρα της. Παράλληλα η κεντροαριστερή συνιστώσα δεν πρέπει να βιάζεται. Ας αφήσει ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να πάνε χωριστά στις Ευρωεκλογές, να συντριβούν και μετά οι υγιείς δυνάμεις τους, δικαιωμένες από το αποτέλεσμα, να αναλάβουν τα ηνία και να τους οδηγήσουν στην πολυπόθητη ΕΛΙΑ. Επικίνδυνο σενάριο που βολεύει τους εσωκομματικούς τακτικισμούς και αδιαφορεί για την τύχη της χώρας. Αλήθεια ποιος θα χτίσει μετά πάνω στα ερείπια; Μήπως ο φασισμός παρέα με όλους αυτούς που αναφέραμε; Μια ηττημένη στις εκλογές κεντροαριστερά θα έχει το κουράγιο να ανασυσταθεί; Θα βρει το ακροατήριο για κάτι μεγάλο; Θα μπορέσει να επιβιώσει στις εθνικές εκλογές που θα ακολουθήσουν; Ποιος θα εμπιστευτεί τότε ένα σχήμα που αποτελείται από καιροσκόπους της συμφοράς σε προχωρημένη αποσύνθεση; Μήπως τέτοιες ιδέες οδηγούν κατευθείαν στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ ως το μη χείρον;
Δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα που όλες οι παθογένειες της πολιτικής είναι παρούσες. Δεξιά και Αριστερά λατρεύουν το μεγάλο, διεφθαρμένο, αντιπαραγωγικό κράτος. Οι φιλελεύθερες σοσιαλδημοκρατικές ιδέες είναι οι μόνες που μπορούν να δώσουν απαντήσεις, να δώσουν ελπίδες διεξόδου αργά αλλά σταθερά. Γιατί έχουν ήδη αποδείξει την υπεροχή τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Να διεισδύσουν στην καλλιεργημένη, κοσμοπολίτισσα νέα γενιά και να δώσουν ελπίδα αλλαγής του κοινού πολιτικού τόπου. Πάντοτε όμως σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον, δίπλα στις παγκόσμιες δυνάμεις της δημοκρατίας και της προόδου. Η Δημοκρατική Παράταξη που κυοφορείται αυτήν την εποχή είναι μια όαση ελπίδας. Αναζητά το σχήμα της, διαμορφώνει τις Θέσεις της, επιλέγει τους εκπροσώπους της, απλώνεται πανελλαδικά, με προσεκτικά βήματα, ανιχνεύοντας προθέσεις και στάσεις. Δεν αποκλείει κανένα αλλά δεν «ψωνίζει» και από το καλάθι. Ετοιμάζεται για το μπάμ στις διπλές εκλογές της άνοιξης, αλλά δεν μένει σε αυτές. Την ενδιαφέρει η από τα κάτω διαμόρφωση μιας άλλης πολιτικής ιδέας, η εγκατάσταση ενός καινοτόμου και εναλλακτικού πολιτικού λόγου. Μιας άλλης ιδεολογίας. Δύναμή της, η πίστη σε ένα νέο, δημιουργικό ατομισμό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου