10 Νοε 2013

Οι ευθύνες του προδικτατορικού Ανδρέα

Κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος μιας εξαιρετικά τεκμηριωμένης, αλλά και με προβλήματα, βιογραφίας του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ

Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*

ΣΠΥΡΟΣ ΔΡΑΪΝΑΣ

Ανδρέας Παπανδρέου. Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη

μετ.: Xρήστος Οικονόμου

εκδ. Ψυχογιός, 2013

To βιβλίο του Ελληνοαμερικανού δημοσιογράφου Σπύρου Δραΐνα, στενού συνεργάτη του Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά, στα χρόνια της δικτατορίας, είναι ο πρώτος τόμος μιας εξαιρετικά τεκμηριωμένης βιογραφίας του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Κυκλοφόρησε στα αγγλικά πέρυσι και φθάνει ώς το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου αφορά την οκταετία 1959-1967.

Στο κεφάλαιο που εξετάζει την τελευταία φάση της άθλιας διακυβέρνησης της χώρας από τους αποστάτες μετά τα «Ιουλιανά», ο Σ. Δραΐνας αφιερώνει αρκετές σελίδες σε μια διάλεξη που έδωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον «Ομιλο Παπαναστασίου», στις 9 Νοεμβρίου 1966.

Υπενθυμίζω ότι, με επικεφαλής τον Βασίλη Φίλια, τον Σάκη Καράγιωργα και τον Κώστα Σημίτη, ο Ομιλος αυτός, που είχε ιδρυθεί το 1965, συσπείρωνε την αφρόκρεμα των κεντροαριστερών διανοουμένων, όπως οι Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Ν. Γκαργκάνας, Ν. Θωμόπουλος, Κ. Σοφούλης κ.ά., που μόλις είχαν επιστρέψει από σπουδές στην Ευρώπη. Μετά την επιβολή της δικτατορίας, αποτέλεσε τον πυρήνα της Δημοκρατικής Αμυνας και, το 1974, πολλές από τις βασικές θέσεις της ενσωματώθηκαν στη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη.

Είναι λοιπόν φανερό ότι, εκείνο το βράδυ, ο Ανδρέας απευθυνόταν σε ένα κοινό που ήταν κατά τεκμήριο πολύ πιο απαιτητικό από αυτό που παρακολουθούσε συνήθως τις ομιλίες του. Πάνω από 500 άτομα είχαν συγκεντρωθεί στο ξενοδοχείο «Αμπασαντέρ», από τα οποία 30 περίπου ήταν πιστοί βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου.

Το κατεστημένο

Η ομιλία εκείνη ήταν σημαντική, γιατί σε αυτήν ο Ανδρέας χρησιμοποίησε για πρώτη φορά έναν όρο, τον οποίο έκτοτε καθιέρωσε: τη λέξη «κατεστημένο». Περισσότερο από το περιεχόμενό της, θα με απασχολήσει η μέθοδος που ακολούθησε ο Ανδρέας.

Προηγείτο, λοιπόν, μια πολύ γλαφυρή παρουσίαση των τάσεων της παγκόσμιας οικονομίας, μετά το 1945. Αποαποικιοποίηση, εθνικά κινήματα, προγραμματισμός, «για να ξεπεραστούν τα εμπόδια» και «να σπάσουν, όπως έλεγε, οι φαύλοι κύκλοι που κρατούν το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας δέσμιο στη φτώχεια και την υπανάπτυξη».

Απλησίαστος

Ο ομιλητής επέμενε στη σημασία δύο όρων, κεντρικών στην ανάλυσή του, της «ανάπτυξης» και της «πολιτικής δύναμης», μέσω της οποίας επηρεάζεται ο τρόπος λήψης των αποφάσεων. Αδιαφανής κατά κανόνα, η δύναμη αυτή λειτουργεί παράλληλα προς το επίσημο πολιτικό σύστημα. Αν και οι φορείς της ποικίλλουν από χώρα σε χώρα (μεγάλες επιχειρήσεις, ομάδες συμφερόντων, στρατός κ.λπ.), συνήθως συνασπίζονται σε αυτό που ονομάζεται establishment, «καθεστηκυία τάξις» ή, απλούστερα, «το κατεστημένο». Λειτουργούν έτσι αποτελεσματικότερα. Μόλις στο τέλος της διάλεξης, ο ομιλητής αφιέρωνε 3 μόλις σελίδες σε σύνολο 13 στα «Ιουλιανά» και το πρακτέο: εκεί, σε 12 σημεία βρίσκει κανείς συμπυκνωμένο το πρόγραμμα του Ανδρέα: «εκκαθάριση» της επεμβάσεως των ξένων στα εσωτερικά της χώρας, κατάργηση των «ανακτορικών στεγανών στην κυβέρνηση», «εθνικοποίηση του στρατού», διοικητική μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός των κομμάτων κ.λπ.

Την ίδια δομή ακολουθούσε ο Ανδρέας σε πολλές παρεμβάσεις του εκείνης της περιόδου. Είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο στοχαζόταν και δρούσε: προηγείτο κατά κανόνα μια εμπεριστατωμένη –σχεδόν ακαδημαϊκή– ανάλυση της διεθνούς συγκυρίας την οποία γνώριζε πολύ καλά. Εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, είναι αμφίβολο αν οποιοσδήποτε άλλος Ελληνας πολιτικός μπορούσε να τον πλησιάσει σε αυτό το πεδίο. Μόνον τότε ο Ανδρέας προχωρούσε στην Ελλάδα. Εδώ η ανάλυση γινόταν επιγραμματική, σχεδόν μονοκόμματη, αφού εθεωρείτο περίπου αυτονόητο ότι τα ελληνικά πράγματα μοιραία ακολουθούσαν τις γενικές ροπές. Η έννοια της «ανάπτυξης» δεν μπορούσε παρά να είναι κρίσιμη για τη χώρα μας στη δεκαετία του ’60· το ίδιο και έννοια του «κατεστημένου», μέσω της οποίας μπορούσε κανείς να αντιληφθεί πώς δρούσαν οι κυρίαρχες τάξεις.

Μεταξύ, εν τούτοις, του πρώτου μέρους της ομιλίας –του «θεωρητικού»– και του δεύτερου –του «πρακτικού»– έλειπε η «γέφυρα», αυτό δηλαδή που εμείς οι νομικοί αποκαλούμε «υπαγωγή». Επιβεβαίωνε η περίπτωση της Ελλάδας τη θεωρητική ανάλυση ή μήπως παρουσίαζε ιδιαιτερότητες που απαιτούσαν λεπτότερες προσεγγίσεις; Αναφέρομαι στις ιδιομορφίες εκείνες, από το κλίμα και τη γεωγραφία ώς την παράδοση και την κουλτούρα κάθε χώρας, που ενδέχεται να επιβάλλουν αποχρώσεις αν όχι μείζονες προσαρμογές.

Μια τέτοια ιδιομορφία στην Ελλάδα είναι η αξιόλογη κοινοβουλευτική της ιστορία. Στο πλαίσιο της θεώρησής του τότε, αλλά και αργότερα (όταν ενέταξε την ελληνική περίπτωση στο μοντέλο της λεγόμενης «θεωρίας της εξάρτησης» των Σαμίρ Αμιν, Γκούντερ Φρανκ κ.ά.), ο Ανδρέας την υποβάθμιζε, για να μην πω την αγνοούσε ολότελα. Μπροστά στα χάλια της Βουλής του 1965-66, ξεχνούσε μιαν αξιόλογη εκλογική ιστορία ενός και πλέον αιώνα που, από πλευράς δημοκρατικότητας, τοποθετούσε την Ελλάδα στην πρωτοπορία όχι μόνον των βαλκανικών, αλλά και των νοτιοευρωπαϊκών χωρών. Το μόνο που έβλεπε ήταν οι εξαρτήσεις, ο παραγοντισμός και οι πελατειακές σχέσεις, μέσω των οποίων καπάτσοι πολιτικοί χωρίς αρχές χειραγωγούσαν τον λαό.

Η «αμερικανική εμπειρία»

Αλλο παράδειγμα είναι η αδιάκοπη διαχρονική επικοινωνία των ελληνικών ελίτ, ακόμη και στις πιο δύσκολες ώρες της νεότερης Ιστορίας μας, με τις ευρωπαϊκές (και πλέον και με τις βορειοαμερικανικές). Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ώς την πρόσφατη στρατιωτική δικτατορία, το «κατεστημένο» στη χώρα μας, όσο αντιδραστικό και αν ήταν, έστελνε τα παιδιά του να σπουδάσουν στα καλύτερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αδιαφορώντας αν σε αυτά θα «μολύνονταν» από «τοξικές» ή άλλες ιδέες. Σε μια μακροπρόθεση στρατηγική, δεν θα έπρεπε ο παράγοντας αυτός να συνεκτιμάται;

Δεν αγνοώ ότι, μεθοδολογικά, η έμφαση στις ιδιαιτερότητες μιας χώρας μπορεί να οδηγήσει πολύ εύκολα στο άλλο άκρο, στον εξεπσιοναλισμό, δηλαδή στη μιζέρια του επαρχιωτισμού και της «κλειστής» σκέψης. Ούτε υποβαθμίζω ότι, την ώρα της μάχης, οι πολλές αποχρώσεις και τα «ναι μεν αλλά» μπορεί να συσκοτίζουν τον ορίζοντα, αντί να προτρέπουν σε δράση. Θέλω απλώς να αναδείξω μια παράμετρο που συνήθως αγνοείται στη σχετική βιβλιογραφία: για τον Ανδρέα, η «αμερικανική εμπειρία» του ήταν πολύ καθοριστικότερη απ’ ό,τι οι μακρόχρονες παραμονές άλλων μεγάλων πολιτικών μας εκτός Ελλάδας, όπως του Χαρ. Τρικούπη, του Ελ. Βενιζέλου ακόμη και του Κων. Καραμανλή. Για εκείνους ήταν «παρένθεση», που δεν διέκοπτε, αντιθέτως, εμπλούτιζε με γνώση και ορθολογισμό μια βαθιά ψυχική επαφή με τη χώρα. Οχι για τον Ανδρέα, για την πνευματική συγκρότηση του οποίου τα χρόνια της Αμερικής δεν ήταν παρένθεση, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αλλά νέα αφετηρία: τον διαμόρφωσαν ως σπουδαίο οικονομολόγο και προ πάντων ως ικανότατο ακαδημαϊκό manager, επηρεάζοντας αποφασιστικά και την κλίμακα αξιών του.

Γιατί η Βοστώνη της δεκαετίας του 1940 και το Μπέρκλεϊ της δεκαετίας του 1950 δεν ήταν απλά σταυροδρόμια ιδεών, αλλά, σε πνευματικό τουλάχιστον επίπεδο, ό,τι πιο γόνιμο και «ανοιχτό» υπήρχε σε ολόκληρο τον τότε κόσμο για την καλλιέργεια της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Παραδεχόταν τον Καραμανλή

Δεν είναι έτσι παράδοξο ότι η επαφή του Α. Παπανδρέου με την Ελλάδα ήταν και –όπως τουλάχιστον εγώ πιστεύω– παρέμεινε «εξωτερική». Δεν είχε, με άλλα λόγια, τη συγκινησιακή φόρτιση που θα του επέτρεπε να κατανοήσει ας πούμε την πνευματικότητα –σίγουρα αρκετά αντιφατική, αλλά πάντως ειλικρινή– του Παν. Κανελλόπουλου, για να μην αναφερθώ στην αισθητική του ίδιου του πατέρα του και στις εμπειρίες των ηγετών της ελληνικής Αριστεράς, για τους οποίους δεν πρέπει να έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο μόνος από τους τότε (αν όχι και τους μετέπειτα) πολιτικούς αντιπάλους του που παραδεχόταν ήταν ο Κων. Καραμανλής, λόγω θα έλεγα του ρεαλισμού του.

Ετσι, για να ξαναγυρίσουμε στο σχολιαζόμενο βιβλίο, μπορεί μεν η ανάλυση της διεθνούς συγκυρίας από τον Ανδρέα να ήταν απαράμιλλη, η κατανόησή του εν τούτοις της Ελλάδας της δεκαετίας του 1960 έπασχε. Από τη μια, όπως παρατηρούσε λίγο πριν πεθάνει ο λογοτέχνης Ρόδης Ρούφος, μη έχοντας ζήσει από κοντά ούτε την Κατοχή ούτε τον Εμφύλιο, δεν αντιλαμβανόταν ότι, για ευρύτατα στρώματα, ο φόβος του κομμουνισμού δεν ήταν μόνον απόρροια της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Από την άλλη, πάλι, δεν αντιλαμβανόταν ότι στο πλαίσιο του λεγόμενου αστικού στρατοπέδου, υπήρχαν και δυνάμεις που βδελύσσονταν όσο και ο ίδιος την προοπτική μιας ανοιχτής δικτατορίας. Η αντίληψή του αυτή, πέρα από εσφαλμένη, είχε κατά τη γνώμη μου αρνητικές (για να μην πω ολέθριες) συνέπειες, αφού τότε μεν διευκόλυνε την κατάρρευση των πάντων και τη «φυσιολογική» περίπου επιβολή μιας προαναγγελθείσας δικτατορίας, ενώ αργότερα εμπόδισε τη συγκρότηση ενός αρραγούς αντιδικτατορικού μετώπου, που θα προκαλούσε την πτώση της πολύ νωρίτερα από το 1974.

Πολύ φοβούμαι ότι τη διάσταση αυτή των πραγμάτων δεν την «πιάνει» το εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο του Δραΐνα. Διότι η εξαντλητική παραπομπή στις πηγές και η κριτική διάσταση για τα επιμέρους δεν αρκούν όταν υπάρχει, όπως εν προκειμένω, μια ευνοϊκή προδιάθεση για το «όλον» και μάλιστα συναισθηματικά φορτισμένη. Θα αρκεστώ σε ένα και μόνον παράδειγμα: ο συγγραφέας χαρακτηρίζει άνευ ετέρου ως «νέο πραξικόπημα» (μετά τα «Ιουλιανά») την ανατροπή της κυβέρνησης των αποστατών τον Δεκέμβριο του 1966 και τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παρασκευοπούλου. Κοινοβουλευτικά, όμως, σε αντίθεση με την αποστασία, η απόσυρση της εμπιστοσύνης από την τότε κυβέρνηση δεν ήταν ανορθόδοξη, ενώ πολιτικά, υπό τις συνθήκες της εποχής, αποτελούσε ίσως την τελευταία ευκαιρία για να αποτραπεί η εκτροπή.

Μπορεί, λοιπόν, όπως σημειώνει ο Νίκος Παπανδρέου στον πρόλογο του βιβλίου, ο Δραΐνας να ξέφυγε από την πεπατημένη των εγκωμιαστικών βιογραφιών, που τόσο συχνά γράφονται στη χώρα μας για Ελληνες πολιτικούς, δεν μπόρεσε ωστόσο –ίσως και να μην ήθελε ο συγγραφέας– να αποστασιοποιηθεί όσο θα έπρεπε από τον βιογραφούμενο. Το βιβλίο, παρά ταύτα, είναι μια πολύ σημαντική συμβολή στην κατανόηση ενός ξεχωριστού πολιτικού, που σφράγισε την εποχή του.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.












Δεν υπάρχουν σχόλια: