24 Ιουλ 2013

Παπανδρέου για Ευρωπαϊκή Ένωση:

 «Ή θα γράψουμε ιστορία, ή 
η ιστορία θα μας ξεγράψει»
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟ 2010)

«Θα ήθελα να σας κάνω κοινωνούς των αποφάσεών μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και των μαχών που δώσαμε εκεί και χθες, αλλά και όλους αυτούς τους μήνες, για να έχετε πλήρη εικόνα των αποφάσεων και των θεμάτων που έχουν ανοίξει πλέον στην Ευρώπη.

Στην προχθεσινή μου παρέμβαση στο γεύμα των ηγετών της Ένωσης, ξεκίνησα με την απλή φράση: «ή θα γράψουμε ιστορία, ή η ιστορία θα μας ξεγράψει». Θεωρώ, φίλες και φίλοι, ότι έχουμε φτάσει σε ένα σταυροδρόμι. Χθες, πήραμε σοβαρές και θετικές αποφάσεις. Είναι ένα σημαντικό βήμα προόδου. Όμως, το δίλημμα θα παραμένει: ή προχωράμε στην εμβάθυνση της Ένωσης, ή σιγά και σταθερά θα σπάει η συνοχή μας – πολιτική, οικονομική και κοινωνική.

Ή προχωράμε σε μια ισχυρή οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση, τουλάχιστον των χωρών του ευρώ, ή θα γίνουμε μάρτυρες ενός νέου, εύκολου, αλλά και καταστρεπτικού εθνικισμού, εσωστρέφειας και αλληλοκατηγοριών.

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βρίσκεται στην κρισιμότερη στιγμή από τη γέννησή του. Μπροστά στις προκλήσεις που έχουμε, και είναι πολλές, η κοινή μας απάντηση θα δώσει λύσεις. Η κοινή μας απάντηση στα θέματα της κλιματικής αλλαγής δίνει λύσεις, όπως και πρόσφατα στο Κανκούν, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση δούλεψε ενωμένα και είχε σημαντικές επιτυχίες.

Με τον ίδιο τρόπο, η ισχυρή Ευρώπη μπορεί να δώσει λύσεις στο θέμα της φτώχειας και στις χρόνιες αντιπαλότητες στην ευρύτερη περιοχή, από το Κυπριακό μέχρι τη Μέση Ανατολή.

Μπορεί να αποτελέσει μια αξιόμαχη αμυντική δύναμη. Μπορεί να απαντήσει στις ανισότητες που υπάρχουν διεθνώς, στον εργασιακό μεσαίωνα σε πολλές αναδυόμενες χώρες, όπου υπάρχει και η έλλειψη συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην απίστευτη φτώχεια, στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Μια ισχυρή Ευρώπη μπορεί να απαντήσει στις ορέξεις των αγορών που, ή φοβούνται να επενδύσουν σε κράτη με δυσκολίες, ή και κερδοσκοπούν ασύστολα εναντίον τους, μέσω των λεγόμενων «παραγώγων».

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα καταθέτει προτάσεις, εδώ και μήνες. Προτάσεις, για τη δημιουργία ενός μηχανισμού που, στο δημόσιο διάλογο, έχει πάρει διάφορους τίτλους – από μηχανισμός σταθεροποίησης του ευρώ, μέχρι Αρχή διαχείρισης του ευρωπαϊκού χρέους – αλλά που καταλήγει και στην κεντρική ιδέα ενός Ταμείου, με επίκεντρο τα ευρωομόλογα.

Και προσθέτω και τις ιδέες μας, που προωθούμε συστηματικά μέσα από το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό και Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά και τη Σοσιαλιστική Διεθνή: το λεγόμενο φόρο «Tobin», τον φόρο επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, ώστε να πληρώσουν επιτέλους και οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια, καθώς και τον φόρο επί των αερίων του θερμοκηπίου, όπως είναι το διοξείδιο του άνθρακα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ίδιους πόρους για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής μας.

Το ευρωομόλογο, εκτός των άλλων, θα απαντήσει και στις αγορές, από όπου η Ευρώπη θα δανείζεται για τα κράτη – μέλη, αποτελώντας σημαντική ασπίδα απέναντι στα υψηλά επιτόκια και τις φοβίες των αγορών. Αλλά θα ήταν και μια ισχυρή εγγύηση για τις διεθνείς αγορές, οι οποίες δεν θα πανικοβάλλονται πια. Θα μπορούσε να απαντήσει, επίσης, σε πραγματικές ανισορροπίες που βλέπουμε στο ευρώ. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι, ακόμη και στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, που συμφωνούν με τις απόψεις μας, διότι βλέπουν ότι μια κρίση στην Ευρωζώνη θα είναι η αρχή μιας νέας παγκόσμιας κρίσης και ύφεσης.

Πριν από λίγους μήνες, λέγαμε ότι το ελληνικό πρόβλημα – και βέβαια έχει ελληνικά χαρακτηριστικά και τα ξέρουμε, τα λέγαμε και προεκλογικά και, δυστυχώς, δικαιωθήκαμε πανηγυρικά, όμως, αναγνωρίσαμε με ειλικρίνεια τα σφάλματά μας – δεν είναι μόνο ελληνικό.

Λέγαμε ότι είναι απαραίτητο να απαντήσουμε σε ένα διεθνές οικονομικό σύστημα αγορών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μιας παγκόσμιας οικονομίας, που επιτρέπει την αδιαφάνεια, τη φοροαποφυγή, τους φορολογικούς παραδείσους, την κερδοσκοπία των παραγώγων, που μπορούν να στοιχηματίζουν για την καταστροφή σου με δισεκατομμύρια δολάρια, ώστε να φτάνουν πια σε σημείο ακόμη και να την εύχονται και να δουλεύουν γι’ αυτήν. Απαράδεκτο. Είναι απαράδεκτο ένα οικονομικό σύστημα, που επιτρέπει τη σωτηρία των τραπεζιτών, αλλά την επιβάρυνση των λαών. Την ιδιωτικοποίηση των κερδών, αλλά την κοινωνικοποίηση των ζημιών.

Στην παρέμβασή μου προχθές, είπα επίσης ότι η Ελλάδα απέδειξε ότι, κάνει αυτό που μπορεί και αυτό που πρέπει, για να βάλει σε τάξη τα του οίκου της. Αλλά κι ότι υπάρχουν βασικές προϋποθέσεις, για να σιγουρέψουμε όλη αυτή την κοινή μας επιτυχία, καθώς και το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης που, πολλές φορές, λείπει από τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κατ’ αρχήν, σοβαρή αλληλεγγύη μεταξύ μας, αναπτυξιακή προοπτική για τη διασφάλιση και δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και σταθερότητα της Ευρωζώνης, με ισχυρή διακυβέρνηση, συντονισμό και αποφάσεις, που θα διασφαλίζουν πρώτα απ’ όλα έναν ισχυρό μηχανισμό στήριξης κρατών, τα οποία έχουν δυσκολίες στις δανειοδοτήσεις τους.

Δεύτερον, ισχυρή βούληση εποπτείας και αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να υπηρετεί την πραγματική οικονομία και να εξασφαλίζει σιγουριά και ρευστότητα.

Και τρίτον, ισχυρή επένδυση για την ανάπτυξη, την πράσινη ανάπτυξη, με τη βοήθεια και θεσμών όπως τα ευρωομόλογα.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πετύχαμε χθες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς πριν από ένα χρόνο. Είναι ένα βήμα. Δεν είναι το τέλος. Αλλά άνοιξε μια ουσιαστική διαδικασία για την ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν τα λέγαμε αυτά προ δέκα μηνών, δεν μας άκουγαν. Δεν μας έδιναν σημασία. Δεν είχαμε αξιοπιστία. Και πώς να είχαμε, αφού θεώρησαν ότι τους είχαμε κοροϊδέψει οικτρά, με τα βασικά στοιχεία της οικονομίας μας; Από ένα έλλειμμα 6%, να φτάσουμε στο 12% και, τελικά, στο 15%!

Θεωρούσαν – και τους καταλαβαίνω – ότι τα λέγαμε για να ξεφύγουμε από τις δικές μας ευθύνες, για να φορτώσουμε τα δικά μας προβλήματα αλλού, για να φυγοπονήσουμε και πάλι. Και ακούσαμε πολλά. Πολλά και άδικα. Και πολλά, προσβλητικά. Αισθανθήκαμε τον ευτελισμό, την απομόνωση, κάτι που δεν θα ήθελα να αισθανθεί καμία άλλη γενιά Ελλήνων, ποτέ πια.
Γιατί δεν μας αξίζει. Γιατί ξέρουμε ότι έχουμε δυνατότητες. Γιατί ξέρουμε ότι μπορούμε. Γιατί έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε.

Και για όσους εύκολα εκστομίζουν πατριωτικά λογύδρια ενάντια στην εξάρτηση, στη μειοδοσία και στην επιτήρηση, ας αναρωτηθούν πολύ απλά, τι και ποιος μας έφερε ως εδώ. Γιατί βρεθήκαμε σε επιτήρηση δύο φορές, τα τελευταία χρόνια, επί Νέας Δημοκρατίας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: